pattern

Εμφάνιση - Χτενίσματα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με χτενίσματα όπως "braid", "bang" και "mullet".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Appearance
French braid

a type of hairdo in which three strands of hair are twisted from the crown of the head to the nape of the neck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "French braid"
French roll

a woman's hairstyle in which the hair is twisted into a vertical roll at the back of the head and fixed with hairpins, barrettes, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "French roll"
French twist

a woman's hairstyle in which the hair is twisted into a vertical roll at the back of the head and fixed with hairpins, barrettes, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "French twist"
fringe

the front part of someone's hair cut in a way that hangs across their forehead

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fringe"
bob

a short haircut for women or men in which the hair is typically cut straight around the head at jaw-level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bob"
braid

a length of hair formed by twisting three or more bands of hair together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "braid"
to scrunch

to squeeze the hair with hands to make it look wavy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scrunch"
highlight

a bright or lighter color applied to sections of the hair, typically through bleaching or dyeing, to create contrast or add dimension to the hairstyle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "highlight"
to sweep

to brush or comb hair back from the face

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sweep"
to tease

to add height and texture to hair by gently combing it backward in small sections

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tease"
to tint

to color someone's hair using a chemical

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tint"
to tousle

to make someone's hair appear untidy or unruly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tousle"
sweptback

(of hair) pulled back from the face

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweptback"
to wave

to make someone's hair look loosely curled

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wave"
topknot

a type of hairstyle made by winding the hair in a bun on the top of the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "topknot"
Afro

a hairstyle in which a mass of tightly curled hair stands out around the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Afro"
knot

a woman's hairstyle in which the hair is twisted into a small round top

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knot"
bun

a hairstyle in which The hair is pulled back from the face, twisted, and coiled on top

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bun"
to layer

to cut hair at different lengths in a way that forms overlapping layers

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to layer"
bang

(plural) the front part of someone's hair cut in a way that hangs across their forehead

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bang"
bobbed

(of hair) cut at an even length all around the head

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bobbed"
cornrows

a hair style in which the hair is braided in many flat rows on the scalp

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cornrows"
lowlights

areas of the hair that are colored in a darker shade by the use of chemical substances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lowlights"
crop

a short haircut with the back and the sides being faded

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crop"
wet look

a shiny and wet appearance of the hair, artificially induced by hair gel or chemical treatment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wet look"
undercut

a hairstyle in which the hair is left rather long on the top but shaved or faded at the sides or back of the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undercut"
mohawk

a haircut in which all hair is shaven except for a strip in the middle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mohawk"
buzz cut

a haircut in which the hair is closely cut using electric clippers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buzz cut"
close-cropped

cut very short

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "close-cropped"
crew cut

a man's haircut in which the hair is cut rather short and the center part stands more upright compared to the sides

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crew cut"
flat-top

a man's haircut in which the hair is cut short, standing upright and forming a deck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flat-top"
quiff

a man's hairstyle in which the front part is pushed upward and higher than the rest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quiff"
beehive

a hairstyle for women in which the hair is piled upright in a round shape

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beehive"
bouffant

a woman's hairstyle in which the hair is arranged in a rounded shape that is raised high on the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bouffant"
chignon

a woman's hairstyle in which the hair is pulled back, twisted and pinned at the nape of the neck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chignon"
mullet

a hairstyle in which the hair is shorter in the front and sides and longer at the back

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mullet"
perm

a hairstyle, created by using a hair treatment that chemically alters the structure of the hair to form lasting curls or waves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perm"
pigtail

a braided piece of hair, hanging from the back or in a pair at sides of the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pigtail"
tonsure

the act of shaving all or part of the hair on the scalp, often for religious or cultural reasons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tonsure"
pudding basin

a hairstyle in which the hair is cut short all around the head, giving the appearance of a bowl placed on top of the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pudding basin"
pageboy

a hairstyle with straight, shoulder-length hair and blunt-cut bangs, popular in the 1950s and 1960s, named after young attendants to noblemen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pageboy"
plait

a long piece of hair formed by three parts twisted over each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plait"
ponytail

a hairstyle in which the hair is pulled away from the face and gathered at the back of the head, secured in a way that hangs loosely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ponytail"
to perm

to make a straight hair become curly for a period of time, using chemicals

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to perm"
bunches

a hairstyle in which the hair is tied into two clusters or ponytails, one on either side of the head, usually worn by girls or young women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bunches"
punky

having an appearance or attitude that is characteristic of people who play punk music

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "punky"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek