pattern

Εμφάνιση - Λέξεις που σχετίζονται με την εμφάνιση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την εμφάνιση όπως "countenance", "allure" και "charm".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Appearance
countenance

someone's face or facial expression

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "countenance"
expression

a specific look on someone's face, indicating what they are feeling or thinking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expression"
look

a particular expression on someone's face or the impression that someone or something creates in the eyes of others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "look"
attractiveness

the quality of being sexually appealing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attractiveness"
makeover

the process of changing a person's appearance or style in order to improve how they look

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "makeover"
sex appeal

the quality of being physically attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sex appeal"
figure

the shape of a person's body, particularly a woman, when it is considered appealing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "figure"
complexion

the natural color and appearance of someone's skin, especially the face

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complexion"
posture

the state or condition of a person's physical alignment, balance, and coordination

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "posture"
appeal

the attraction and allure that makes one interesting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appeal"
charm

a quality or trait that attracts others and creates a positive impression

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charm"
charisma

a compelling charm or attractiveness that inspires devotion and enthusiasm in others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charisma"
good looks

a person's physical appearance, particularly those features that are considered attractive or aesthetically pleasing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "good looks"
allure

the quality of attracting someone by being fascinating and glamorous

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allure"
attraction

a feeling of liking a person, particularly in a sexual way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attraction"
elegance

a quality of grace, style, and refinement in appearance, behavior, or design

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elegance"
loveliness

a quality of beauty and charm, often associated with a person's physical appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loveliness"
je ne sais quoi

an intangible quality that makes someone or something attractive, appealing, or intriguing, but which is difficult to describe or define

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "je ne sais quoi"
glamour

the exciting and attractive quality of a person, place, etc. that makes them desirable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glamour"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek