pattern

Βιβλίο Solutions - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 4 - 4Ε

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - 4Ε στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Pre-Intermediate, όπως «καμινάδα», «ρυπανίζω», «απολύθωμα» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Pre-Intermediate
chimney

a channel or passage that lets the smoke from a fire pass through and get out from the roof of a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chimney"
factory

a building or set of buildings in which products are made, particularly using machines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "factory"
pollution

a change in water, air, etc. that makes it harmful or dangerous

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pollution"
smoke

a cloud of chemicals produced by burning something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smoke"
to breathe

to take air into one's lungs and let it out again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to breathe"
to pollute

to damage the environment by releasing harmful chemicals or substances to the air, water, or land

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pollute"
to pour out

to freely express one's deep emotions, thoughts, or feelings

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pour out"
climate

the typical weather conditions of a particular region

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "climate"
fossil

the remains or impression of a plant or animal that lived a long time ago and has been preserved in rock or sediment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fossil"
global

regarding or affecting the entire world

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "global"
greenhouse

a glass structure used for growing plants in and protecting them from cold weather

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "greenhouse"
ice

frozen water, which has a solid state

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ice"
rain

water that falls in small drops from the sky

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rain"
renewable

describing a contract, agreement, etc. that can be continued for a further period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "renewable"
sea

the salt water that covers most of the earth’s surface and surrounds its continents and islands

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sea"
surface

the outer part or top layer of something that you can touch or see

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surface"
to carry on

to choose to continue an ongoing activity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carry on"
to put off

to cause a person to dislike someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put off"
to come up

to move toward someone, usually in order to talk to them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come up"
to give up

to stop trying when faced with failures or difficulties

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give up"
to take action

to do something in response to a particular situation, often to address a problem or achieve a goal

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] action"
to cut down

to cut through something at its base in order to make it fall

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut down"
to look after

to take care of someone or something and attend to their needs, well-being, or safety

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look after"
to heat up

to make something warm or hot

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to heat up"
to close down

(of a business, shop, company, etc.) to no longer be open or operating, particularly permanently

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to close down"
to use up

to entirely consume a resource, leaving none remaining

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to use up"
to die out

to completely disappear or cease to exist

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to die out"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek