pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 7 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "necessity", "pamper", "lavish" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
necessity

the fact that something must happen or is needed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "necessity"
luxury

the characteristic of being exceptionally expensive, offering superior quality and exclusivity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luxury"
over the top

in a manner that is too extreme or exaggerated

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "over the top"
gourmet

(of food or drink) high quality, rare, or exotic, with an emphasis on flavor, presentation, and culinary expertise, often associated with sophisticated or refined taste

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gourmet"
lavish

(of people) spending money in an extravagant or generous manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lavish"
to indulge

to allow oneself to do or have something that one enjoys, particularly something that might be bad for one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to indulge"
to pamper

to treat someone with extra care, attention, and comfort, often with the intention of making them feel good or relaxed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pamper"
to spoil

to treat someone with excessive indulgence or favoritism

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spoil"
to treat

to deal with or behave toward someone or something in a particular way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to treat"
spoiled

(of a person) displaying a childish behavior due to being treated very well or having been given everything they desired in the past

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spoiled"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek