pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 5 - Λεξιλόγιο

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από την Ενότητα 5 - Λεξιλόγιο στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "strategy", "long-term", "shallow" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
low-risk

having a very minimal likelihood of experiencing or causing danger, injury, harm, or death

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "low-risk"
high-risk

very likely to become or behave in a highly dangerous or harmful way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high-risk"
strategy

an organized plan made to achieve a goal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strategy"
long-term

continuing or taking place over a relatively extended duration of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long-term"
short-term

intended to last for a brief or limited period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short-term"
plan

a chain of actions that will help us reach our goals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plan"
local

related or belonging to a particular area or place that someone lives in or mentions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "local"
long-distance call

a phone call made between two parties who are geographically separated by a significant distance and may result in additional charges or fees due to the distance between them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long-distance call"
shortcut

a quicker or more direct way of reaching a destination

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shortcut"
broad-minded

able to consider and accept a wide range of opinions and beliefs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broad-minded"
narrow-minded

not open to new ideas, opinions, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "narrow-minded"
skinny

having a very low amount of body fat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skinny"
slim

thin in an attractive way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slim"
shallow

lacking depth of character, seriousness, mindful thinking, or real understanding

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shallow"
deep

(of a person) difficult to fully understand or get close to, often refraining from sharing their true feelings or ideas with others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deep"
long

(of two points) having an above-average distance between them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long"
length

the distance from one end to the other end of an object that shows how long it is

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "length"
to lengthen

to increase the length or duration of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lengthen"
wide

having a large length from side to side

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wide"
short

having a below-average distance between two points

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short"
to shorten

to decrease the length of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shorten"
width

the distance of something from side to side

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "width"
to widen

to become wider or broader in dimension, extent, or scope

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to widen"
breadth

the distance between two sides of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breadth"
broad

having a large distance between one side and another

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broad"
to broaden

to become larger in scope or range

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to broaden"
high

having a relatively great vertical extent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high"
height

the distance from the top to the bottom of something or someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "height"
to heighten

to raise something above its current position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to heighten"
deep

having a great distance from the surface to the bottom

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deep"
depth

the distance below the top surface of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depth"
to deepen

to increase the depth or distance between the surface and a particular point or object, often through digging, cutting, or excavation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deepen"
low

small or below average in degree, value, level, or amount

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "low"
to lower

to reduce something in degree, amount, quality, or strength

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lower"
to expand

to become something greater in quantity, importance, or size

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expand"
to extend

to enlarge or lengthen something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to extend"
to grow

to get larger and taller and become an adult over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow"
to stretch

to make something longer, looser, or wider, especially by pulling it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stretch"
to spread

to affect more people or a wider area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spread"
to shrink

(of clothes or fabric) to become smaller when washed with hot water

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shrink"
to reduce

to make something smaller in amount, degree, price, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reduce"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek