pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 6 - Μάθημα 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - Μάθημα 1 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "scruffy", "wrinkle", "round" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
good-looking

possessing an attractive and pleasing appearance

καλός, ελκυστικός

καλός, ελκυστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "good-looking"
scruffy

(of a man's face) not having been shaved for a long time

ατημέλητος, σφικτός

ατημέλητος, σφικτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scruffy"
clean-shaven

(of a man) with a recently shaved beard or moustache

καθαρόξανθος, ξυρισμένος

καθαρόξανθος, ξυρισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clean-shaven"
straight

(of hair) not curly or wavy

ίσια, λεία

ίσια, λεία

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "straight"
muscular

(of a person) powerful with large well-developed muscles

μυώδης, στρατιωτικός

μυώδης, στρατιωτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "muscular"
a bit

to a small extent or degree

λίγο, κάπως

λίγο, κάπως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "a bit"
overweight

weighing more than what is considered healthy or desirable for one's body size and build

υπέρβαρος, παχυσαρικός

υπέρβαρος, παχυσαρικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overweight"
elegant

having a refined and graceful appearance or style

κομψός, εκλεπτυσμένος

κομψός, εκλεπτυσμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elegant"
fat

(of people or animals) weighing much more than what is thought to be healthy for their body

παχύς, χοντρός

παχύς, χοντρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fat"
slim

thin in an attractive way

λεπτός, κομψός

λεπτός, κομψός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slim"
wrinkle

a small fold or line in a piece of cloth or in the skin, particularly the face

ρυτίδα, διπλωσιά

ρυτίδα, διπλωσιά

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrinkle"
curly

(of hair) having a spiral-like pattern

σγουρός, κατσαρός

σγουρός, κατσαρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curly"
chubby

(particularly of a child or young adult) slightly overweight in a way that is considered cute or charming rather than unhealthy or unattractive

χοντρούλης, τουρλώδης

χοντρούλης, τουρλώδης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chubby"
wavy

(of hair) having a slight curl or wave to it, creating a soft and gentle appearance

κυματιστός, ανέμελος

κυματιστός, ανέμελος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wavy"
stocky

(especially of a man) having a short but quite solid figure with thick muscles

παράστημα, σφιχτός

παράστημα, σφιχτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stocky"
dyed

colored in a way that is not natural, but done artificially

βαμμένο, χρωματισμένο

βαμμένο, χρωματισμένο

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dyed"
bald

having little or no hair on the head

καραφλός, ξηρος

καραφλός, ξηρος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bald"
skinny

having a very low amount of body fat

λεπτός, αδύνατος

λεπτός, αδύνατος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skinny"
mousy

(of hair) pale brown in color that is considered to be too plain

αχρείαστος, ταπεινός

αχρείαστος, ταπεινός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mousy"
round

having a circular shape, often spherical in appearance

στρογγυλός, περίστροφος

στρογγυλός, περίστροφος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "round"
tanned

(of skin) having a dark shade because of direct exposure to sunlight

μαυρισμένο, μαυρισμένος

μαυρισμένο, μαυρισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tanned"
spiky

(of hair) sticking upward on the top of the head

ακανθώδης, μαλλιά με αγκάθια

ακανθώδης, μαλλιά με αγκάθια

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spiky"
beard

the hair that grow on the chin and sides of a man’s face

γένι, μουσί

γένι, μουσί

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beard"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek