pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 5 - Αναφορά - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - Αναφορά - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "breadth", "glove", "train" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
broad

having a large distance between one side and another

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broad"
breadth

the distance between two sides of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breadth"
to broaden

to become larger in scope or range

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to broaden"
high

having a relatively great vertical extent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high"
height

the distance from the top to the bottom of something or someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "height"
to heighten

to raise something above its current position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to heighten"
deep

having a great distance from the surface to the bottom

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deep"
depth

the distance below the top surface of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depth"
to deepen

to intensify or strengthen something, making it more significant or extreme

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deepen"
low

small or below average in degree, value, level, or amount

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "low"
freerunning

a sport that involves using acrobatic movements to navigate obstacles and terrain, often in urban environments, with an emphasis on creativity and self-expression

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freerunning"
open water

any body of water that is not contained within a defined or enclosed area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "open water"
glove

item of clothing for our hands with a separate space for each finger

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glove"
competitive

referring to a situation in which teams, players, etc. are trying to defeat their rivals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "competitive"
addictive

(of a substance, activity, behavior, etc.) causing strong dependency, making it difficult for a person to stop using or engaging in it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "addictive"
participant

a person who takes part or engages in an activity or event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "participant"
spectator

a person who watches sport competitions closely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spectator"
to win

to become the most successful, the luckiest, or the best in a game, race, fight, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to win"
to beat

to get more points, votes, etc. than the other side, in a game, race, competition, etc. and win

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beat"
to take part

to participate in something, such as an event or activity

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] part"
to train

to teach a specific skill or a type of behavior to a person or an animal through a combination of instruction and practice over a period of time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to train"
successful

getting the results you hoped for or wanted

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "successful"
achievement

the action or process of reaching a particular thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "achievement"
to find out

to get information about something after actively trying to do so

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to find out"
to turn out

to emerge as a particular outcome

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn out"
to work out

to exercise in order to get healthier or stronger

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to work out"
to fall out

to no longer be friends with someone as a result of an argument

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall out"
to give out

to distribute something among a group of individuals

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give out"
to put out

to make something stop burning or shining

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put out"
to sort out

to resolve a problem or difficulty by finding a solution or answer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sort out"
long

(of two points) having an above-average distance between them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long"
length

the distance from one end to the other end of an object that shows how long it is

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "length"
to lengthen

to increase the length or duration of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lengthen"
short

having a below-average distance between two points

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short"
to shorten

to decrease the length of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shorten"
wide

having a large length from side to side

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wide"
width

the distance of something from side to side

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "width"
to widen

to become wider or broader in dimension, extent, or scope

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to widen"
to run out

to use the available supply of something, leaving too little or none

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run out"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek