pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 7 - Λεξιλόγιο

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από την Ενότητα 7 - Λεξιλόγιο στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "proud", "overtire", "retrain" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
annoying

causing slight anger

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoying"
proud

feeling satisfied with someone or one's possessions, achievements, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proud"
embarrassing

causing a person to feel ashamed or uneasy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embarrassing"
un-

used to form negative or opposite meanings of root words

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "un-"
unusual

not commonly happening or done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unusual"
uncomfortable

feeling embarrassed, anxious, or uneasy because of a situation or circumstance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncomfortable"
unnecessary

not needed at all or more than what is required

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unnecessary"
mono-

used to form words that relate to concepts or entities that are singular or alone

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mono-"
monotonous

boring because of being the same thing all the time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monotonous"
monologue

a spoken expression of one's thoughts or feelings, typically directed towards an audience, delivered by a single individual

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monologue"
monolingual

a person who speaks or is fluent in only one language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monolingual"
extra-

used to indicate something additional or beyond the usual

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extra-"
extra large

(of a size) larger than large, often used for clothing, packaging, or other items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extra large"
extra small

clothing or garments that are designed for individuals who require sizes beyond the standard range, typically larger or smaller than the average sizes available

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extra small"
over-

used to indicate an excess of something, implying that the quantity or amount of something is greater than necessary or beyond a certain limit

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "over-"
to oversleep

to wake up later than one intended to

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to oversleep"
to overtire

to exhaust someone excessively beyond normal limits

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overtire"
to overwork

to work too much, often to the point of exhaustion or burnout

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overwork"
under-

used to indicate that something is beneath, below, inferior, or subordinate to something else

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "under-"
to underestimate

to regard something or someone as smaller or less important than they really are

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to underestimate"
to undercook

to cook food for less time than necessary

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to undercook"
to underpay

to pay someone less than what is fair or reasonable for their work or services

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to underpay"
re-

used to indicate a repeated action, a reversal of a previous action, or a return to a previous state or condition

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "re-"
to retrain

to teach someone new skills or knowledge for improvement in the current job, or to enable them to work in a different field

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retrain"
to reheat

to warm previously cooked food

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reheat"
to rewrite

to write something differently, often in order to improve it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rewrite"
bi-

used to indicate the presence of two of something, or that something has two parts or aspects

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bi-"
bilingual

able to speak, understand, or use two languages fluently

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bilingual"
bicycle

a vehicle with two wheels that we ride by pushing its pedals with our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bicycle"
biannual

taking place twice a year

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biannual"
multi-

used to denote a multitude or variety of something

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multi-"
multinational

involving or relating to multiple countries or nationalities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multinational"
multimedia

the application of images, text, audio, and video files collectively

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multimedia"
multipurpose

designed or intended for multiple uses or functions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multipurpose"
ex-

used to describe a person or thing that was previously in a particular position or relationship but is not anymore

[πρόθεμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ex-"
ex-girlfriend

a woman who was previously in a romantic relationship with someone but is no longer together with them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ex-girlfriend"
ex-husband

a man who was previously married to someone but is no longer married to them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ex-husband"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek