pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 6 - Αναφορά

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - Αναφορά στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "θολό", "νοσταλγικό", "ανησυχητικό" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
nostalgic

bringing back fond memories of the past, often with a sense of longing or affection

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nostalgic"
memorable

easy to remember or worth remembering, particularly because of being different or special

αναμνηστικός, έντονος

αναμνηστικός, έντονος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "memorable"
forgetful

likely to forget things or having difficulty to remember events

ξεχασιάρης, ξεχασμένος

ξεχασιάρης, ξεχασμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forgetful"
memory

the ability of mind to keep and remember past events, people, experiences, etc.

μνήμη, ανακρίβεια

μνήμη, ανακρίβεια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "memory"
vivid

producing lifelike and detailed mental images

ζωηρός, ζωντανός

ζωηρός, ζωντανός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vivid"
vague

not clear or specific, lacking in detail or precision

αόριστος, αδιάφορος

αόριστος, αδιάφορος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vague"
memento

an object that is kept as a reminder of a person, place, or event

ενθύμιο, αναμνηστικό

ενθύμιο, αναμνηστικό

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "memento"
souvenir

something that we usually buy and bring back for other people from a place that we have visited on vacation

αναμνηστικό, δώρο από διακοπές

αναμνηστικό, δώρο από διακοπές

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "souvenir"
mnemonic

relating to or aiding the memory, often by using memory-enhancing techniques or devices

μνημονικός, μνημονιακός

μνημονικός, μνημονιακός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mnemonic"
to reminisce

to remember past events, experiences, or memories with a sense of nostalgia

αναπολώ, θυμάμαι με νοσταλγία

αναπολώ, θυμάμαι με νοσταλγία

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reminisce"
to take back

to remind someone of the the past

θυμίζω, ανακαλώ

θυμίζω, ανακαλώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take back"
to remind

to make a person remember an obligation, task, etc. so that they do not forget to do it

υπενθυμίζω, θυμίζω

υπενθυμίζω, θυμίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remind"
to remember

to bring a type of information from the past to our mind again

θυμάμαι, ανακαλώ

θυμάμαι, ανακαλώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remember"
to jog one's memory

to help someone remember something they forgot

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [jog] {one's} memory"
straight

(of hair) not curly or wavy

ίσια, λεία

ίσια, λεία

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "straight"
curly

(of hair) having a spiral-like pattern

σγουρός, κατσαρός

σγουρός, κατσαρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curly"
wavy

(of hair) having a slight curl or wave to it, creating a soft and gentle appearance

κυματιστός, ανέμελος

κυματιστός, ανέμελος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wavy"
bald

having little or no hair on the head

καραφλός, ξηρος

καραφλός, ξηρος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bald"
mousy

(of hair) pale brown in color that is considered to be too plain

αχρείαστος, ταπεινός

αχρείαστος, ταπεινός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mousy"
spiky

(of hair) sticking upward on the top of the head

ακανθώδης, μαλλιά με αγκάθια

ακανθώδης, μαλλιά με αγκάθια

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spiky"
dyed

colored in a way that is not natural, but done artificially

βαμμένο, χρωματισμένο

βαμμένο, χρωματισμένο

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dyed"
wrinkle

a small fold or line in a piece of cloth or in the skin, particularly the face

ρυτίδα, διπλωσιά

ρυτίδα, διπλωσιά

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrinkle"
clean-shaven

(of a man) with a recently shaved beard or moustache

καθαρόξανθος, ξυρισμένος

καθαρόξανθος, ξυρισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clean-shaven"
chubby

(particularly of a child or young adult) slightly overweight in a way that is considered cute or charming rather than unhealthy or unattractive

χοντρούλης, τουρλώδης

χοντρούλης, τουρλώδης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chubby"
round

having a circular shape, often spherical in appearance

στρογγυλός, περίστροφος

στρογγυλός, περίστροφος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "round"
beard

the hair that grow on the chin and sides of a man’s face

γένι, μουσί

γένι, μουσί

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beard"
muscular

(of a person) powerful with large well-developed muscles

μυώδης, στρατιωτικός

μυώδης, στρατιωτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "muscular"
stocky

(especially of a man) having a short but quite solid figure with thick muscles

παράστημα, σφιχτός

παράστημα, σφιχτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stocky"
a bit

to a small extent or degree

λίγο, κάπως

λίγο, κάπως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "a bit"
overweight

weighing more than what is considered healthy or desirable for one's body size and build

υπέρβαρος, παχυσαρικός

υπέρβαρος, παχυσαρικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overweight"
fat

(of people or animals) weighing much more than what is thought to be healthy for their body

παχύς, χοντρός

παχύς, χοντρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fat"
slim

thin in an attractive way

λεπτός, κομψός

λεπτός, κομψός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slim"
skinny

having a very low amount of body fat

λεπτός, αδύνατος

λεπτός, αδύνατος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skinny"
good-looking

possessing an attractive and pleasing appearance

καλός, ελκυστικός

καλός, ελκυστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "good-looking"
scruffy

(of a man's face) not having been shaved for a long time

ατημέλητος, σφικτός

ατημέλητος, σφικτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scruffy"
elegant

having a refined and graceful appearance or style

κομψός, εκλεπτυσμένος

κομψός, εκλεπτυσμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elegant"
tanned

(of skin) having a dark shade because of direct exposure to sunlight

μαυρισμένο, μαυρισμένος

μαυρισμένο, μαυρισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tanned"
confused

feeling uncertain or not confident about something because it is not clear or easy to understand

μπερδεμένος, σύγχυσης

μπερδεμένος, σύγχυσης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confused"
suspicious

doubtful about the honesty of what someone has done and having no trust in them

ύποπτος, διστακτικός

ύποπτος, διστακτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspicious"
uneasy

feeling nervous or worried, especially about something unpleasant that might happen soon

ανήσυχος, διστακτικός

ανήσυχος, διστακτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uneasy"
curious

(of a person) interested in learning and knowing about things

παρατηρητικός, περίεργος

παρατηρητικός, περίεργος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curious"
annoyed

feeling irritated or slightly angry

ενοχλημένος, θυμωμένος

ενοχλημένος, θυμωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoyed"
excited

feeling very happy, interested, and energetic

ενθουσιασμένος, διεγερμένος

ενθουσιασμένος, διεγερμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excited"
uninterested

lacking interest or enthusiasm toward something

αδιάφορος, ασυγκίνητος

αδιάφορος, ασυγκίνητος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uninterested"
optimistic

having a hopeful and positive outlook on life, expecting good things to happen

αισιόδοξος, αισιόδοξη

αισιόδοξος, αισιόδοξη

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optimistic"
shocked

very surprised or upset because of something unexpected or unpleasant

σοκαρισμένος, έκπληκτος

σοκαρισμένος, έκπληκτος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shocked"
relieved

feeling free from worry, stress, or anxiety after a challenging or difficult situation

ανακουφισμένος, ξενοιασμένος

ανακουφισμένος, ξενοιασμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relieved"
cold fish

someone who does not express emotions and is considered unfriendly

κρύα ψαριά, άτομο άσπλαχνο

κρύα ψαριά, άτομο άσπλαχνο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cold fish"
(as) hard as nails

a tough person who is not easily affected by emotions

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "(as|) (hard|tough) as nails"
a pain in the neck

a person or thing that causes one great annoyance or a lot of difficulty

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "a pain in the neck"
one's heart is in the right place

having good intentions, even if the results are not perfect

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "{one's} heart [is] in the right place"
know-all

a person who claims to know everything about a particular topic or in general, often in a way that is arrogant, irritating, or condescending to others

παντογνώστης, γνωσιοκόπους

παντογνώστης, γνωσιοκόπους

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "know-all"
high-flyer

someone who is likely to succeed because of their ambitiousness or capabilities, particularly in their career or education

υψηλόβαθμος, εξελιγμένος

υψηλόβαθμος, εξελιγμένος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high-flyer"
loner

a person who actively avoids having any interaction with others

μοναχικός, απομονωμένος

μοναχικός, απομονωμένος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loner"
skeptical

having doubts about something's truth, validity, or reliability

σκιπτικός, διστακτικός

σκιπτικός, διστακτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skeptical"
tough customer

someone who is difficult to please or deal with, and is often demanding or critical in their expectations

δύσκολος πελάτης, απαιτητικός πελάτης

δύσκολος πελάτης, απαιτητικός πελάτης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "(tough|tricky|awkward) customer"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek