pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 7 - Μάθημα 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - Μάθημα 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "haggle", "refund", "bargain" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
to bid

to offer a particular price for something, usually at an auction

προσφορά, κάνω προσφορά

προσφορά, κάνω προσφορά

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bid"
to haggle

to negotiate, typically over the price of goods or services

παζαρεύω, διαπραγματεύομαι

παζαρεύω, διαπραγματεύομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to haggle"
to bargain

to negotiate the terms of a contract, sale, or similar arrangement for a better agreement, price, etc.

διαπραγματεύομαι, παζαρεύω

διαπραγματεύομαι, παζαρεύω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bargain"
discount

the act of reducing the usual price of something

έκπτωση, μείωση τιμής

έκπτωση, μείωση τιμής

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discount"
refund

an amount of money that is paid back because of returning goods to a store or one is not satisfied with the goods or services

επιστροφή χρημάτων, επιστροφή

επιστροφή χρημάτων, επιστροφή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refund"
receipt

a written or printed document that shows the payment for a set of goods or services has been made

απόδειξη, συνταγή

απόδειξη, συνταγή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "receipt"
to afford

to be able to pay the cost of something

έχω τη δυνατότητα (na), μπορώ να πληρώσω

έχω τη δυνατότητα (na), μπορώ να πληρώσω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to afford"
worth

important or good enough to be treated or viewed in a particular way

αξίας, που αξίζει

αξίας, που αξίζει

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worth"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek