pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 7 - Αναφορά - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - Αναφορά - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "treat", "spoil", "gourmet" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
vegetable

a plant or a part of it that we can eat either raw or cooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vegetable"
vegetarian

someone who avoids eating meat or fish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vegetarian"
to bid

to offer a particular price for something, usually at an auction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bid"
to haggle

to negotiate, typically over the price of goods or services

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to haggle"
to bargain

to negotiate the terms of a contract, sale, or similar arrangement for a better agreement, price, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bargain"
discount

the act of reducing the usual price of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discount"
refund

an amount of money that is paid back because of returning goods to a store or one is not satisfied with the goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refund"
receipt

a written or printed document that shows the payment for a set of goods or services has been made

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "receipt"
to afford

to be able to pay the cost of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to afford"
worth

important or good enough to be treated or viewed in a particular way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worth"
to spoil

to treat someone with excessive indulgence or favoritism

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spoil"
to indulge

to allow oneself to do or have something that one enjoys, particularly something that might be bad for one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to indulge"
to pamper

to treat someone with extra care, attention, and comfort, often with the intention of making them feel good or relaxed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pamper"
to treat

to deal with or behave toward someone or something in a particular way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to treat"
to go on

to continue without stopping

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go on"
spending spree

a short period of time during which someone spends a significant amount of money, often on a variety of items or experiences

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spending spree"
luxury

the characteristic of being exceptionally expensive, offering superior quality and exclusivity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luxury"
necessity

the fact that something must happen or is needed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "necessity"
over the top

in a manner that is too extreme or exaggerated

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "over the top"
lavish

(of people) spending money in an extravagant or generous manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lavish"
gourmet

(of food or drink) high quality, rare, or exotic, with an emphasis on flavor, presentation, and culinary expertise, often associated with sophisticated or refined taste

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gourmet"
extravagant

costing a lot of money, more than the necessary or affordable amount

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extravagant"
excessive

beyond what is considered normal or socially acceptable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excessive"
extra large

(of a size) larger than large, often used for clothing, packaging, or other items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extra large"
overpriced

expensive in way that is not reasonable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overpriced"
far-fetched

not probable and difficult to believe

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "far-fetched"
to oversleep

to wake up later than one intended to

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to oversleep"
to undercook

to cook food for less time than necessary

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to undercook"
monotonous

boring because of being the same thing all the time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monotonous"
spoiled

(of a person) displaying a childish behavior due to being treated very well or having been given everything they desired in the past

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spoiled"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek