pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 5 - Αναφορά - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - Αναφορά - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "expand", "stake", "gamble" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
to lower

to reduce something in degree, amount, quality, or strength

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lower"
contract

an official agreement between two or more sides that states what each of them has to do

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contract"
to expand

to become something greater in quantity, importance, or size

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expand"
to extend

to enlarge or lengthen something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to extend"
to reduce

to make something smaller in amount, degree, price, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reduce"
to shrink

(of clothes or fabric) to become smaller when washed with hot water

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shrink"
to spread

to enlarge the area of effect of something or to make it affect more people

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spread"
to stretch

to make something longer, looser, or wider, especially by pulling it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stretch"
to risk

to put someone or something important in a situation where they could be harmed, lost, or destroyed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to risk"
gamble

an act that someone does while knowing that there is a risk but also possible success

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gamble"
opportunity

a situation or a chance where doing or achieving something particular becomes possible or easier

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opportunity"
chance

a possibility that something will happen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chance"
stake

an amount of money invested in a business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stake"
ambition

something that is greatly desired

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ambition"
substantial

significant in amount or degree

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "substantial"
to put up with

to tolerate something or someone unpleasant, often without complaining

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put up with"
to deal with

to take the necessary action regarding someone or something specific

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deal with"
to focus

to pay full attention to someone or something specific

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to focus"
to endure

to allow the presence or actions of someone or something disliked without interference or complaint

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to endure"
challenge

a difficult and new task that puts one's skill, ability, and determination to the test

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "challenge"
to battle

to overcome challenges, defend beliefs, or achieve a difficult thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to battle"
effort

an attempt to do something, particularly something demanding

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "effort"
campaign

a series of organized activities that are intended to achieve a particular goal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "campaign"
white water

the part of water in a river that runs very fast and looks foamy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white water"
rafting

the practice of using a raft to travel with the flow of a river as a sport or hobby

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rafting"
rock climbing

a type of sport in which a person climbs rock surfaces that are very steep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rock climbing"
horse riding

a sport that involves riders performing specific tasks like jumping over obstacles or showcasing their skills on horseback

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horse riding"
off-road

able to be driven or ridden on rough ground

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "off-road"
mountain biking

the activity or sport of riding a mountain bike over rough ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mountain biking"
rugby

a game played by two teams of thirteen or fifteen players, who kick or carry an oval ball over the other team’s line to score points

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rugby"
archery

a martial art and sport that is practiced using arrows and bows

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "archery"
helmet

a hard hat worn by soldiers, bikers, etc. for protection

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helmet"
harness

a supportive arrangement of straps or bands worn on the body to distribute weight or pressure evenly, provide stability for a body part or function, or secure an object in place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "harness"
swimsuit

a piece of clothing worn for swimming, especially by women and girls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimsuit"
wetsuit

a tight-fitting piece of clothing made of rubber that is worn by underwater swimmers to remain warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wetsuit"
life jacket

a special type of vest worn to help keep a person afloat in water, especially in case of an emergency

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "life jacket"
trainer

a sports shoe with a rubber sole that is worn casually or for doing exercise

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trainer"
goggles

a type of eyewear that are designed to protect the eyes from harm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "goggles"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek