pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 6 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "ανακούφισε", "προφανώς", "εξασθενεί" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
confused

feeling uncertain or not confident about something because it is not clear or easy to understand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confused"
suspicious

doubtful about the honesty of what someone has done and having no trust in them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspicious"
uneasy

feeling nervous or worried, especially about something unpleasant that might happen soon

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uneasy"
curious

interested in learning and knowing about things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curious"
annoyed

feeling irritated or slightly angry

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoyed"
excited

feeling very happy, interested, and energetic

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excited"
uninterested

lacking interest or enthusiasm toward something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uninterested"
optimistic

having a hopeful and positive outlook on life, expecting good things to happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optimistic"
shocked

very surprised or upset because of something unexpected or unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shocked"
relieved

feeling free from worry, stress, or anxiety after a challenging or difficult situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relieved"
apparently

used to convey that something seems to be true based on the available evidence or information

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apparently"
comparatively

to a certain degree or extent in comparison to something else

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comparatively"
nervousness

a state of being anxious, uneasy, or apprehensive, often characterized by physical symptoms such as sweating, trembling, or rapid heartbeat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nervousness"
irresistibly

in a way that is impossible to resist or refuse due to its powerful appeal or attraction

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irresistibly"
nausea

the feeling of discomfort in the stomach, often with the urge to vomit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nausea"
furious

feeling great anger

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "furious"
odd

considered unusual, particularly in a way that makes one confused

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "odd"
parcel

an item or items that are wrapped or boxed for transport or delivery

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parcel"
to fade

to disappear slowly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fade"
skeptical

having doubts about something's truth, validity, or reliability

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skeptical"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek