pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 7 - Μάθημα 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - Μάθημα 1 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "scramble", "grate", "stir" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
saucepan

a round metal container, which is deep and has a long handle and a lid, used for cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "saucepan"
oven

a box-shaped piece of equipment with a front door that is usually part of a stove, used for baking, cooking, or heating food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oven"
sweet

containing sugar or having a taste that is like sugar

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweet"
to bake

to cook food, usually in an oven, without any extra fat or liquid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bake"
cooker

an appliance shaped like a box that is used for heating or cooking food by putting food on top or inside the appliance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cooker"
beef

meat that is from a cow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beef"
to scramble

to mix an egg yolk with its egg whites and then cook it, usually with milk or butter

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scramble"
bitter

having a strong taste that is unpleasant and not sweet

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bitter"
frying pan

a flat-bottomed pan with low sides and a long handle, typically used for frying and browning foods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frying pan"
salty

containing salt or having a taste that is like salt

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salty"
to fry

to cook in hot oil or fat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fry"
peach

a soft and juicy fruit that has a pit in the middle and its skin has extremely little hairs on it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peach"
to roast

to cook something, especially meat, over a fire or in an oven for an extended period

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to roast"
cabbage

a large round vegetable with thick white, green or purple leaves, eaten raw or cooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cabbage"
to boil

to cook food in very hot water

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to boil"
sour

having a sharp acidic taste like lemon

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sour"
wooden spoon

a spoon that is made of wood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wooden spoon"
to grill

to cook food directly over or under high heat, typically on a metal tray

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grill"
parsley

an aromatic plant with curly green leaves, used for garnishing food or in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parsley"
plate

a flat, typically round dish that we eat from or serve food on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plate"
cook

a person who prepares and cooks food, especially as their job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cook"
vegetable

a plant or a part of it that we can eat either raw or cooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vegetable"
vegetarian

someone who avoids eating meat or fish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vegetarian"
recipe

the instructions on how to cook a certain food, including a list of the ingredients required

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recipe"
dish

food that is made in a special way as part of a meal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dish"
rare

(of meat) cooked for a short time in a way that the flesh is still red inside

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rare"
raw

related to foods that have not been exposed to heat or any form of cooking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "raw"
to stir

to move a spoon, etc. around in a liquid or other substance to completely mix it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stir"
to beat

to repeatedly mix something using a spoon, fork, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beat"
to slice

to cut food or other things into thin, flat pieces

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slice"
to chop

to cut something into pieces using a knife, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chop"
to grate

to cut food into small pieces or shreds using a tool with sharp holes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grate"
savory

pleasing or agreeable to the sense of taste

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "savory"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek