pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 8 - Μάθημα 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 8 - Μάθημα 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "vital", "exstatic", "devated" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
important

having a lot of value

σημαντικός, καθοριστικός

σημαντικός, καθοριστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "important"
vital

absolutely necessary and of great importance

ζητούμενος, καθοριστικός

ζητούμενος, καθοριστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vital"
big

above average in size or extent

μεγάλος, υπερβολικός

μεγάλος, υπερβολικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "big"
huge

very large in size

τεράστιος, κολοσσιαίος

τεράστιος, κολοσσιαίος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "huge"
happy

emotionally feeling good

χαρούμενος, ευτυχισμένος

χαρούμενος, ευτυχισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "happy"
ecstatic

extremely excited and happy

εκστατικός, ενθουσιασμένος

εκστατικός, ενθουσιασμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ecstatic"
upset

feeling disturbed or distressed due to a negative event

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upset"
devastated

experiencing great shock or sadness

κατεστραμμένη, συντετριμμένη

κατεστραμμένη, συντετριμμένη

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "devastated"
hungry

needing or wanting something to eat

πεινασμένος, δακρυσμένος

πεινασμένος, δακρυσμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hungry"
starving

desperately needing or wanting food

πεινασμένος, λιμοκτονούμενος

πεινασμένος, λιμοκτονούμενος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "starving"
exhausted

feeling extremely tired physically or mentally, often due to a lack of sleep

εξαντλημένη, κοπιασμένη

εξαντλημένη, κοπιασμένη

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exhausted"
tired

needing to sleep or rest because of not having any more energy

κουρασμένος, εξαντλημένος

κουρασμένος, εξαντλημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tired"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek