pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 5 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "put out", "sort out", "turn out" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
to turn out

to emerge as a particular outcome

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn out"
to find out

to get information about something after actively trying to do so

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to find out"
to work out

to exercise in order to get healthier or stronger

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to work out"
to fall out

to no longer be friends with someone as a result of an argument

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall out"
to give out

to distribute something among a group of individuals

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give out"
to put out

to make something stop burning or shining

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put out"
to sort out

to resolve a problem or difficulty by finding a solution or answer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sort out"
to run out

to use the available supply of something, leaving too little or none

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run out"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek