pattern

Χερσαία Μεταφορά - Ενέργειες διαμετακόμισης

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με ενέργειες συγκοινωνίας, όπως "οδήγηση", "μετακίνηση" και "επιβίβαση".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
to drive

to control the movement and the speed of a car, bus, truck, etc. when it is moving

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drive"
to bike

to use a bicycle to reach one's destination

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bike"
to ride

to sit on open-spaced vehicles like motorcycles or bicycles and be in control of their movements

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ride"
to motor

to move or travel using a motor or engine-powered vehicle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to motor"
to truck

to transport or convey goods by truck or a similar vehicle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to truck"
to run

(of means of transportation) to make a scheduled and regular journey along a specific route

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run"
lift

a ride in a vehicle that takes someone from one place to another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lift"
to pick up

to let a person waiting by a road or street to get inside one's vehicle and give them a ride

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pick up"
to drop

to release or unload people or cargo from a vehicle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drop"
to commute

to regularly travel to one's place of work and home by different means

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commute"
to bypass

to navigate around or avoid something by taking an alternative route or direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bypass"
to hitchhike

to travel by getting free rides in passing vehicles, typically by standing at the side of the road and signaling drivers to stop

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hitchhike"
to alight

to get off or out of a vehicle or conveyance, especially after a journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to alight"
to board

to get on a means of transportation such as a train, bus, aircraft, ship, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to board"
to catch

to reach and get on a bus, aircraft, or train in time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to catch"
to change

to move from a vehicle, airplane, etc. to another in order to continue a journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to change"
to get

to use a taxi, bus, train, plane, etc. for transportation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get"
to hail

to signal an approaching taxi or bus to stop

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hail"
to hop

to take a short and usually informal trip, often by using public transportation or a small aircraft

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hop"
to take

to use a particular route or means of transport in order to go somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take"
to terminate

(of a vehicle) to come to a complete stop at the end of its journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to terminate"
to get in

to physically enter a vehicle, such as a car or taxi

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get in"
to detrain

to get off a train

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to detrain"
to ply

to travel along a specific path on a regular basis

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ply"
to transport

to take people, goods, etc. from one place to another using a vehicle, ship, or aircraft

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transport"
to embark

to board a plane or ship

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to embark"
to disembark

(off passengers) to get off a plane, train, or ship once it has reached its destination

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disembark"
aboard

on or into a vehicle such as a bus, train, plane, etc.

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aboard"
road trip

a trip taken by car, typically for leisure or vacation purposes, where the primary mode of transportation is driving on roads and highways

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "road trip"
round trip

a journey to a destination and back to the point of departure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "round trip"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek