pattern

Ρήματα για τη Διαχείριση Πληροφοριών και Αντικειμένων - Ρήματα για την ποσότητα και τη μέτρηση

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται σε ποσότητα και μέτρηση όπως "υπολογίζω", "υπολογίζω" και "ζυγίζω".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Managing Information and Objects
to tally

to find the total by adding up individual items or numbers

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tally"
to enumerate

to list and determine the quantity or total of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enumerate"
to compute

to calculate or determine a value using mathematical operations

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compute"
to calculate

to find a number or amount using mathematics

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to calculate"
to gauge

to determine the size or dimensions of an object using a measuring tool or device

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gauge"
to exceed

to surpass a set standard or limit in scope or size

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exceed"
to top

to surpass someone or something in quality, performance, or achievement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to top"
to outweigh

to have more value, effect or importance than other things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outweigh"
to outnumber

to be greater in number than someone or something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outnumber"
to run over

to exceed the anticipated duration of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run over"
to number

to count or enumerate a set or group in order to determine its quantity or identify individual items

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to number"
to amount to

to reach a specified total when different amounts are added together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to amount to"
to tot up

to calculate and find the total by adding together various numbers or amounts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tot up"
to add up to

to amount to a particular total

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to add up to"
to count

to determine the number of people or objects in a group

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to count"
to measure

to find out the exact size of something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to measure"
to meter

to measure something using a device designed for measuring a particular quantity such as length, volume, or electricity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to meter"
to size

to adjust or make something to a particular or suitable size

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to size"
to weigh

to discover how heavy someone or something is

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to weigh"
to quantify

to measure or express something as a number or amount

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to quantify"
to mensurate

to measure or determine the dimensions or size of something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mensurate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek