pattern

Ρήματα για τη Διαχείριση Πληροφοριών και Αντικειμένων - Ρήματα για τη συλλογή και την αποθήκευση

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στη συλλογή και αποθήκευση, όπως "μαζεύω", "συσσωρεύω" και "κράτηση".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Managing Information and Objects
to collect

to gather together things from different places or people

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to collect"
to gather

to bring things together in one place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gather"
to gather up

to collect various things or people that are spread out for a specific purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gather up"
to accumulate

to collect an increasing amount of something over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accumulate"
to aggregate

to gather into a group or a whole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to aggregate"
to garner

to collect various things, like information, objects, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to garner"
to amass

to gather a large amount of money, knowledge, etc. gradually

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to amass"
to cluster

to cause things to gather closely together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cluster"
to compile

to gather information in order to produce a book, report, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compile"
to stack

to arrange items on top of each other in large quantities

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stack"
to stack up

to neatly arrange objects, usually in a vertical arrangement, forming piles

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stack up"
to pile

to lay things on top of each other

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pile"
to pile up

to stack things on top of each other

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pile up"
to accrue

to gather or receive something, like money or benefits, slowly over a period of time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accrue"
to hoard

to gather and store a large supply of food, money, etc., usually somewhere secret

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hoard"
to lump

to put things together without sorting or organizing them carefully

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lump"
to mass

to join together in a large group or quantity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mass"
to coalesce

to blend different elements together to form a unified whole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to coalesce"
to stockpile

to accumulate and store a large quantity of something, typically for future use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stockpile"
to stock up

to gather something in large amounts to keep for future use, sale, or for a particular occasion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stock up"
to run up

to create a significant amount of debt over a period of time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run up"
to bank

to arrange items in an orderly manner for organization or storage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bank"
to build up

to make something more powerful, intense, or larger in quantity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to build up"
to store

to keep something in a particular place for later use, typically in a systematic or organized manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to store"
to stash

to store or hide something in a secret or secure place, especially for future use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stash"
to reserve

to set something aside and keep it for future use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reserve"
to save up

to set money or resources aside for future use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to save up"
to set aside

to keep or save money, time, etc. for a specific purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to set aside"
to put aside

to save money for a specific goal or need

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put aside"
to warehouse

to store goods or items, typically in a designated facility for safekeeping or distribution

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to warehouse"
to stow

to carefully and neatly place something in a specific location for safekeeping or organization

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stow"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek