pattern

Ρήματα για τη Διαχείριση Πληροφοριών και Αντικειμένων - Ρήματα για Αναζήτηση και Ανακάλυψη

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται σε αναζήτηση και ανακάλυψη, όπως "αναζήτηση", "εξερεύνηση" και "εύρεση".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Managing Information and Objects
to search

to try to find something or someone by carefully looking or investigating

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to search"
to seek

to try to find a particular thing or person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to seek"
to hunt

to search for something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hunt"
to forage

to search for and collect food, typically in natural surroundings such as forests or fields

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to forage"
to scout

to search a specific area or group to find something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scout"
to explore

to investigate something to gain knowledge or understanding about it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to explore"
to look for

to try to find something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look for"
to quest

to search with determination, often for something of great importance or value

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to quest"
to sift through

to carefully review and sort through a substantial amount of material

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sift through"
to delve

to search something to find or discover something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to delve"
to rummage

to search through something in a disorderly manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rummage"
to root around

to search in a disorderly manner, typically for something specific

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to root around"
to grope

to search uncertainly or blindly by feeling with the hands

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grope"
to cast about

to search aimlessly or uncertainly, often in different directions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cast about"
to track down

to search for and find someone or something after a persistent effort

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to track down"
to find

to search and discover something or someone that we have lost or do not know the location of

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to find"
to discover

to find something unexpectedly or accidentally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discover"
to detect

to notice or discover something that is difficult to find

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to detect"
to locate

to discover the exact position or place of something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to locate"
to trace

to find someone or something, often by following a series of clues or evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trace"
to pinpoint

to precisely locate or identify something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pinpoint"
to turn up

to find something or someone by actively searching a particular place or area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn up"
to find out

to discover or become aware of a piece of information or a fact

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to find out"
to stumble on

to find something or someone unexpectedly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stumble on"
to ferret out

to reveal something through persistent investigation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ferret out"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek