pattern

Φυσικές Επιστήμες SAT - Restriction

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τον περιορισμό, όπως "incarceration", "pinion", "immure" κ.λπ. που θα χρειαστείτε για να άσσος τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Vocabulary for Natural Sciences
captivity

the state of being confined, imprisoned, or held against one's will

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "captivity"
imprisonment

the act of keeping someone in prison or restricting their freedom, whether physically or metaphorically

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imprisonment"
incarceration

the act of putting or keeping someone in captivity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incarceration"
detention

the condition of being held in a confined space or location, often for a temporary period

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detention"
bondage

the condition of being under the control or dominance of another person, often involving restriction of freedom

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bondage"
curfew

an order or law that prohibits people from going outside after a specific time, particularly at night

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curfew"
boundary

a dividing line or limit that separates one area from another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boundary"
territory

a geographic area belonging to or ruled by a government or authority

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "territory"
to confine

to prevent someone or something from leaving or being taken away from a place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to confine"
to intern

to restrict someone's freedom by confining them, often done for security, control, or public safety reasons

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to intern"
to restrain

to limit or restrict someone or something's movement, actions, or freedom

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to restrain"
to immure

to take a person or thing to a confined space and trap them there

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to immure"
to restrict

to impose limits or regulations on someone or something, typically to control or reduce their actions or freedoms

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to restrict"
to prohibit

to formally forbid something from being done, particularly by law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prohibit"
to demarcate

to mark or establish the boundaries or limits of something clearly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to demarcate"
to shackle

to tie up or restrain with strong metal bands or chains

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shackle"
to manacle

to restrain someone by locking metal cuffs around their wrists or ankles

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to manacle"
to fetter

to tie up a person with chains or manacle, especially around the ankles

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fetter"
to capture

to catch an animal or a person and keep them as a prisoner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to capture"
to apprehend

to arrest someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to apprehend"
to truss

to tie up or secure something firmly using ropes or straps

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to truss"
to surround

to circle around someone or something, putting pressure on them to give up

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surround"
to pinion

to tie someone's arms, typically to restrain movement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pinion"
to tether

to tie or fasten with a rope or chain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tether"
to anchor

to secure or fasten something firmly in place, often to prevent movement or ensure stability

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to anchor"
bound

restricted or confined by physical restraints or bonds

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bound"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek