pattern

Φυσικές Επιστήμες SAT - Νευρολογία και Βιοχημεία Αίματος

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τη νευρολογία και τη βιοχημεία του αίματος, όπως "λεπτίνη", "γρελίνη" κ.λπ. που θα χρειαστείτε για να άσσος τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Vocabulary for Natural Sciences
neuron

a cell that is responsible for transmitting nerve impulses between the brain and the rest of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neuron"
white matter

the tissue in the central nervous system composed of myelinated nerve fibers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white matter"
connectome

a comprehensive map or diagram that depicts the complete set of neural connections within a nervous system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "connectome"
parasympathetic

relating to the part of the nervous system that promotes relaxation and digestion in the body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parasympathetic"
autonomic

relating to bodily functions that occur automatically, without conscious effort or control

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "autonomic"
hippocampus

a curved structure in the brain responsible for memory formation, learning, and spatial navigationa curved structure in the brain responsible for memory formation, learning, and spatial navigation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hippocampus"
parietal cortex

the outer layer of neural tissue in the parietal lobe involved in sensory processing and spatial awareness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parietal cortex"
neurotransmitter

a chemical substance that transmits messages from a neuron to another one or to a muscle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neurotransmitter"
neurogenesis

the process by which new neurons are generated in the brain, occurring primarily during prenatal development but also continuing into adulthood in certain brain regions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neurogenesis"
neurosis

a mental condition that is not caused by organic disease in which one is constantly anxious, worried, and stressed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neurosis"
neuroscientist

a scientist who studies the structure, function, and disorders of the nervous system, including the brain and spinal cord

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neuroscientist"
synesthesia

a neurological phenomenon where stimulation of one sensory or cognitive pathway leads to automatic, involuntary experiences in a second sensory or cognitive pathway

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "synesthesia"
sensation

a physical perception caused by an outside stimulus or something being in touch with the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensation"
short-term memory

the temporary storage of information that is currently being used or actively processed by the brain, typically for a few seconds to a few minutes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short-term memory"
endocrinology

the branch of medicine and physiology dealing with the endocrine system that controls the hormones in one's body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endocrinology"
melatonin

a hormone produced by the pineal gland that regulates sleep-wake cycles and promotes restful sleep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "melatonin"
ghrelin

a hormone produced mainly by the stomach that stimulates appetite and regulates hunger

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ghrelin"
leptin

a hormone produced primarily by fat cells that helps regulate energy balance by inhibiting hunger and promoting feelings of fullness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leptin"
estrogen

a hormone primarily responsible for female reproductive development and regulation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "estrogen"
serotonin

a neurotransmitter primarily found in the brain and gastrointestinal tract that plays a key role in mood regulation, appetite, sleep, and various physiological functions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "serotonin"
norepinephrine

a hormone and neurotransmitter that regulates the body's stress response

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "norepinephrine"
histamine

a compound released by cells in response to injury, allergy, or immune reactions, causing inflammation, itching, and other allergy symptoms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "histamine"
lipoprotein

a biochemical assembly that transports fats in the bloodstream, composed of proteins and lipids

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lipoprotein"
synapse

a junction between two nerve cells, consisting of a minute gap across which impulses pass by diffusion of a neurotransmitter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "synapse"
biomarker

a biological indicator found in blood that can be measured and evaluated to indicate a particular physiological or pathological condition, or the response to treatment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biomarker"
amino acid

any organic compound that creates the basic structure of proteins

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amino acid"
acidosis

a medical condition characterized by an excess of acid in the blood and body tissues, resulting in a lower pH than normal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acidosis"
alkalosis

a medical condition characterized by an excess of base or alkali in the blood and body tissues, resulting in a higher pH than normal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alkalosis"
hemoglobin

a protein that carries oxygen in red blood cells

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hemoglobin"
cytokine

a small protein that regulates immune responses and cell communication in the human body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cytokine"
inhibitory

having the ability to restrain, limit, or suppress activity or function

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inhibitory"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek