pattern

Φυσικές Επιστήμες SAT - Ηλεκτρομαγνητισμός και Μηχανική

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τον ηλεκτρομαγνητισμό και τη μηχανική, όπως "torque", "anode" και "circuit", που θα χρειαστείτε για να περάσετε τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Vocabulary for Natural Sciences
voltage

the measure of electric potential difference between two points in a circuit, expressed in volts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voltage"
resistor

an electrical component designed to limit or control the flow of electric current in a circuit, typically by providing resistance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resistor"
circuit

the complete circle through which an electric current flows, typically consists of the source of electric energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circuit"
semiconductor

a solid substance that conducts electricity or heat better than insulators, but not as well as most metals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "semiconductor"
superconductivity

a phenomenon where certain materials conduct electricity without resistance when cooled to extremely low temperatures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superconductivity"
to electrify

to apply an electric charge to a conductor

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to electrify"
electrode

a conductor through which electricity travels to or from an object, such as batteries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electrode"
static electricity

a form of electricity generated by friction between two materials, resulting in an imbalance of electric charges on their surfaces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "static electricity"
rechargeable

(of a battery or device) capable of being supplied with electrical power again

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rechargeable"
generator

a machine that produces electricity by converting mechanical energy into electrical energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generator"
anode

a positively charged electrode in an electrical device where oxidation occurs, resulting in the release of electrons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anode"
cathode

a negatively charged electrode within an electrical device, from which electrons flow out into the external circuit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cathode"
solar cell

a device that converts the energy of the sun into electricity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solar cell"
solar irradiance

the amount of solar energy received per unit area on Earth's surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solar irradiance"
radiation

the energy transmitted in the form of particles or waves through the space or a matter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radiation"
photovoltaic

related to the technology that turns sunlight directly into electricity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "photovoltaic"
electromagnetic

referring to the combined interaction of electric and magnetic fields, often associated with waves or radiation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electromagnetic"
magnetic field

an invisible area around a magnetic object where magnetic forces can attract or repel other objects

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magnetic field"
lever

a long rigid bar that is put under a heavy object in order to move it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lever"
fulcrum

a point or support on which a lever pivots or rotates in order to lift or move objects

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fulcrum"
vibration

the rapid back-and-forth movement of an object

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vibration"
torque

a rotational force measured in newton-meters or foot-pounds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "torque"
spring constant

a measure of a spring's stiffness, indicating how much force is needed to stretch or compress it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spring constant"
counterweight

a mass used to provide balance to another mass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "counterweight"
supersonic

having a speed greater than that of sound

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supersonic"
acceleration

(physics) the increase in velocity over time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acceleration"
terminal velocity

the constant speed reached by a falling object when the drag force equals the gravitational force pulling it downward, resulting in no further acceleration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terminal velocity"
aviation

the study of the design, development, and operation of aircrafts, focusing on principles of aerodynamics, propulsion, and material science

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aviation"
hydraulics

a branch of science and engineering that deals with the mechanical properties of liquids, particularly their behavior in confined spaces and under pressure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hydraulics"
robotics

an area of technology that is concerned with the study or use of robots

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "robotics"
gravity

(physics) the universal force of attraction between any pair of objects with mass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gravity"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek