pattern

Αθλήματα - Επαγγελματίες Αθλητές

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Sports
tennis player

a person who plays the sport of tennis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tennis player"
badminton player

an athlete who competes professionally in the sport of badminton

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "badminton player"
paddler

a person who participates in paddling sports such as canoeing and kayaking, using a paddle to propel the boat through water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paddler"
runner

a person who runs as a sport or hobby

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "runner"
combat athlete

someone who participates in sports involving physical combat, such as boxing, MMA, or wrestling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "combat athlete"
golfer

someone who plays golf as a profession or just for fun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "golfer"
breakaway

a group of cyclists who have separated from the main peloton in a race

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breakaway"
switch-hitter

a baseball player who can bat both right-handed and left-handed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "switch-hitter"
hooker

a golfer who often hits shots that curve sharply to the left for right-handed players or to the right for left-handed players

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hooker"
cyclist

someone who rides a bicycle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cyclist"
jockey

a person who rides horses in races

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jockey"
skydiver

a person who jumps from an aircraft and free-falls before deploying a parachute

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skydiver"
parachutist

a person who descends to the ground using a parachute, typically after jumping from an aircraft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parachutist"
rider

someone who uses a motorcycle or bicycle for transportation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rider"
driver

a golfer who uses a driver club, typically for long-distance shots from the tee

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driver"
climber

a person who climbs, especially rocks, mountains, or artificial climbing walls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "climber"
marksman

a person skilled at shooting accurately at a target

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marksman"
shooter

a player who specializes in shooting the ball or puck towards the goal or basket in games like basketball, soccer, or hockey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shooter"
shooter

a person who fires a gun or other projectile weapon, often in sports, hunting, or competitions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shooter"
markswoman

a female skilled in shooting or target sports, particularly with firearms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "markswoman"
bowler

a player who rolls a ball down a lane in an attempt to knock over as many pins as possible

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bowler"
archer

a person who practices archery, using a bow to shoot arrows at targets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "archer"
snowboarder

a person who participates in the sport of snowboarding, riding down snow-covered slopes and performing various tricks and maneuvers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snowboarder"
skier

a person who participates in the sport of skiing, which involves sliding downhill on snow using skis attached to boots

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skier"
skater

a person who moves on a flat surface wearing special boots with wheels or blades

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skater"
speed skater

an athlete who competes in speed skating, a sport where participants race on ice using long-bladed skates

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speed skater"
swimmer

a person who participates in the sport of swimming, typically in pools or open water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimmer"
rower

a person who participates in the sport of rowing, propelling a boat through water using oars

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rower"
angler

a person who fishes with a rod and line as a hobby

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "angler"
sportsman

a man who participates in a sport professionally

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sportsman"
sportswoman

a woman who engages in sports or athletic activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sportswoman"
marathoner

a person who participates in long-distance running events typically covering 42.195 kilometers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marathoner"
hurdler

an athlete who specializes in hurdling, a track and field event where participants race over barriers called hurdles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hurdler"
pacesetter

a person or a horse who leads a group of athletes or horses in a race

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pacesetter"
surfer

someone who stands or lies on a special board in order to move on the surface of the water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surfer"
hang glider

a person who participates in the sport of hang gliding, using a lightweight glider aircraft to fly through the air by harnessing wind currents

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hang glider"
weightlifter

a person who participates in the sport of weightlifting, involving the lifting of heavy weights in specific lifts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weightlifter"
diver

someone who jumps into a body of water as a sport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diver"
gymnast

an athlete who is trained to perform gymnastics, especially in a competition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gymnast"
cox

a member of a rowing team responsible for steering the boat and coordinating the rowers' movements during races and practices

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cox"
figure skater

an athlete who performs graceful movements on ice using skates

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "figure skater"
cueist

a person who plays cue sports, especially billiards or snooker

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cueist"
roller skater

a person who participates in the sport of roller skating, using roller skates to move on surfaces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "roller skater"
peloton

a group of cyclists riding closely together in a road race

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peloton"
eventer

a participant in the sport of eventing, which combines dressage, cross-country jumping, and show jumping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eventer"
showjumper

a person who competes in show jumping, an equestrian sport where horse and rider navigate a series of obstacles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "showjumper"
windsurfer

a person who engages in the sport of windsurfing, which involves riding on a board equipped with a sail

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "windsurfer"
co-driver

a navigator who assists the driver in car racing events, providing directions and information during races

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "co-driver"
professional golfer

an individual who earns a living by playing golf competitively at a high level, often participating in tournaments sanctioned by professional golf organizations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "professional golfer"
finisher

a relief pitcher who enters the game during the late innings to preserve a lead and secure the win for their team

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finisher"
finisher

a racing driver who completes a race, regardless of their final position or rank

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finisher"
putter

a golfer who specializes in using a putter club, which is designed for short and precise strokes on the putting green to roll the ball into the hole

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "putter"
field

(sports) all the participants or contestants in a competition or event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "field"
racer

a skilled driver who competes in racing events, maneuvering vehicles at high speeds around tracks or courses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "racer"
vaulter

an athlete who competes in pole vaulting, a track and field event where participants use a long, flexible pole to vault over a high bar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vaulter"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek