pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B2 - Υγεία και Ασθένεια

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την υγεία και την ασθένεια, όπως "βελονισμός", "κλινική", "εσωτερικός ασθενής", κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Β2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B2 Vocabulary
acupuncture

a method of treatment in which thin needles are inserted in specific spots on the body, originated in China

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acupuncture"
clinic

a part of a hospital or a healthcare facility that provides care for patients who do not require an overnight stay

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clinic"
ward

a separate area in a hospital for patients with similar conditions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ward"
emergency room

a room in a hospital or clinic equipped to provide emergency care to people in need of immediate medical treatment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emergency room"
ENT

a field of medicine or a department in a hospital that deals with ear, nose, and throat problems or diseases

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ENT"
pharmacy

a shop where medicines are sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pharmacy"
inpatient

a patient who stays in the hospital while they receive treatment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inpatient"
outpatient

a patient who receives treatment in a hospital but does not remain there afterward

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outpatient"
mental health

the well-being of a person's mind

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mental health"
phobia

an intense and irrational fear toward a specific thing such as an object, situation, concept, or animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phobia"
specialist

a doctor who is highly trained in a particular area of medicine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "specialist"
orthodontist

a dentist who specializes in the correction, etc. of the position of teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "orthodontist"
paramedic

a trained individual who provides emergency medical care to people before taking them to the hospital

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paramedic"
pediatrician

a doctor who specializes in the treatment of children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pediatrician"
surgeon

a doctor who performs medical operation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surgeon"
plastic surgeon

a doctor who performs medical operations to repair body parts or make them look more attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plastic surgeon"
therapist

a qualified person whose job is treating people's mental issues by talking with them instead of giving them drugs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "therapist"
procedure

an operation performed by medical professionals to diagnose, treat, etc. a medical condition or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "procedure"
protection

the act of keeping someone or something unharmed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "protection"
transplant

a tissue or organ that is removed from a body and put into another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transplant"
surgery

a medical practice that involves cutting open a body part in order to repair, remove, etc. an organ

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surgery"
dose

a measured amount of drug or medicine that is taken at a given time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dose"
painkiller

a type of medicine that is used to reduce or relieve pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painkiller"
therapy

the act of treating mental or physical illnesses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "therapy"
X-ray

an image of the inside of a body created using X-rays

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "X-ray"
breathing apparatus

a piece of equipment with a container that supplies oxygen to a person, used in places or situations in which it is difficult to breathe normally

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breathing apparatus"
clinical

relating to the observation, examination, and treatment of patients in a medical setting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clinical"
to come down with

to start having an illness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come down with"
to heal

to cause a person or thing to return to a state of physical or emotional health

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to heal"
to hit the hay

to get in bed for sleeping

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [hit] the hay"
to implant

to insert a living tissue or an artificial object into the body via medical procedure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to implant"
to inject

to insert a liquid, especially a drug, into the body by using a syringe

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to inject"
to pass out

to lose consciousness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pass out"
to relieve

to decrease the amount of pain, stress, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relieve"
to scan

(of a medical device) to take a picture of a body part often using X-rays for detailed examinations by a specialist

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scan"
to shower

to bathe under a continuous flow of water, typically for cleansing the body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shower"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek