pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B2 - Οδήγηση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την οδήγηση, όπως "bumper", "hood", "plate" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Β2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B2 Vocabulary
driving school

an institute that teaches people how to drive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driving school"
license number

the numbers and letters on the plates at the front and back of a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "license number"
motor vehicle

any type of vehicle that is powered by an engine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motor vehicle"
bumper

a bar that is attached to the back and front of a vehicle to reduce damage in time of an accident

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bumper"
emergency brake

a brake that is operated by hand to hold a vehicle in place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emergency brake"
hood

a metal part that covers the engine of a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hood"
plate

a flat piece of metal at the front and back of a vehicle displaying numbers and letters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plate"
safety belt

a strap that keeps a person attached to their seat to prevent injuries, especially in cars, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safety belt"
tailpipe

a pipe through which harmful gasses exit from a car

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tailpipe"
tank

a container that holds the fuel of a vehicle, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tank"
tire

a circular rubber object that covers the wheel of a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tire"
trunk

the space at the back of an automobile in which different things can be put

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trunk"
turn signal

a light on a vehicle that blinks to indicate a change in lane

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turn signal"
windshield

the large front window of a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "windshield"
windshield wiper

a long and thin device with rubber on its edge, designed to move across the glass at the front of vehicles to clear it of rain, snow, etc. so that the driver can see the road properly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "windshield wiper"
crash

an accident in which a vehicle, plane, etc. hits something else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crash"
bend

a curve in a road, river, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bend"
crossing

the place where two streets or roads cross each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crossing"
intersection

the place where two or more streets, roads, etc. cross each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intersection"
U-turn

a turn that a car, etc. makes to move toward the direction it was coming from

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "U-turn"
global positioning system

a satellite system that shows a place, thing, or person's exact position using signals

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "global positioning system"
rush hour

a time of day at which traffic is the heaviest because people are leaving for work or home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rush hour"
speeding

the traffic offence of driving faster than is legally allowed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speeding"
to brake

to slow down or stop a moving car, etc. by using the brakes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to brake"
to exit

to leave a place, vehicle, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exit"
to pull up

(of a vehicle) to come to a stop

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pull up"
to navigate

to choose the direction of and guide a vehicle, ship, etc., especially by using a map

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to navigate"
to rush

to move or act very quickly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rush"
to slow

to decrease the speed of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slow"
to fuel

to provide energy or power for a vehicle, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fuel"
progress

forward movement or movement toward somewhere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "progress"
steering wheel

the wheel that a driver holds or turns to make a vehicle move in different directions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "steering wheel"
handlebar

a bar in front of a motorcycle or bicycle that a person takes by hand to control the direction in which they want to travel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handlebar"
zebra crossing

an area on a road that is marked with wide white lines, where vehicles must stop so people could walk across the road safely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zebra crossing"
gearshift

a handle in a car or other vehicle, by which a driver can change gears

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gearshift"
stoplight

the red light at the back of a vehicle that lits up when brakes are used to signal stopping or slowing down to other drivers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stoplight"
road rage

an aggressive behavior that is seen among drivers, particularly when they are stuck in traffic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "road rage"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek