pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B2 - Αποφασιστικότητα και Αγώνες

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με την αποφασιστικότητα και τους αγώνες, όπως "problematic", "hopeless", "confront" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Β2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B2 Vocabulary
deed

an action or behavior that someone does

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deed"
attempted

(of a crime, suicide, etc.) not done successfully

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attempted"
big

demanding a lot of time, effort, money, etc. to become successful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "big"
desperate

(of an act) without much hope for its success and done when nothing else works

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "desperate"
failed

not successful in achieving the desired result

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "failed"
fatal

causing severe harm or complete failure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fatal"
problematic

presenting difficulties or concerns, often requiring careful consideration or attention

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "problematic"
unambitious

not having a strong desire or motivation to succeed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unambitious"
badly

in a way that is not successful

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "badly"
hopeless

having no possibility or expectation of improvement or success

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hopeless"
loser

someone who usually fails and is unlikely to be successful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loser"
to address

to think about a problem or an issue and start to deal with it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to address"
to battle

to overcome challenges, defend beliefs, or achieve a difficult thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to battle"
to bear

to allow the presence of an unpleasant person, thing, or situation without complaining or giving up

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bear"
to comfort

to lessen the emotional pain or worry that someone feels by showing them sympathy and kindness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to comfort"
to confront

to face or deal with a problem or difficult situation directly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to confront"
loss

the state or process of losing a person or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loss"
to fulfill

to accomplish or do something that was wished for, expected, or promised

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fulfill"
to gain

to obtain or achieve something that is needed or desired

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gain"
to handle

to deal with a situation or problem successfully

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to handle"
to obtain

to get something, often with difficulty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to obtain"
to overcome

to defeat someone or something in a contest or battle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overcome"
to ruin

to cause severe damage or harm to something, usually in a way that is beyond repair

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ruin"
optimism

a general tendency to look on the bright side of things and to expect positive outcomes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optimism"
optimist

a person who expects good things to happen and is confident about the future

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optimist"
pessimism

the negative quality of having doubts about the future and expect the worst possible outcomes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pessimism"
pessimist

a person who expects bad things to happen and sees the worst side of people and situations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pessimist"
to reach

to achieve something, especially after a lot of thinking or discussion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reach"
to resolve

to find a way to solve a disagreement or issue

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to resolve"
struggle

a great effort to fight back or break free

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "struggle"
to struggle

to put a great deal of effort to overcome difficulties or achieve a goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to struggle"
to let down

to make someone disappointed by not meeting their expectations

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to let down"
to go nowhere

to fail to achieve success despite the attempts made

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [go|get] nowhere"
presentation

the act of giving something, such as a prize or reward, to someone in a formal or official event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "presentation"
chance

a possibility that something will happen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chance"
fault

the responsibility attributed to someone or something for a mistake or misfortune

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fault"
duty

an obligatory task that must be done as one's job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duty"
target

a goal that someone tries to achieve

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "target"
determination

the quality of working toward something despite difficulties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "determination"
to disappoint

to fail to meet someone's expectations or hopes, causing them to feel let down or unhappy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disappoint"
to give up on

to no longer believe in someone showing any positive development in their behavior, relationship, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give up on"
rewarding

(of an activity) making one feel satisfied by giving one a desirable outcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rewarding"
weakness

a vulnerability or limitation that makes you less strong or effective

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weakness"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek