pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B2 - Επικοινωνία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με την επικοινωνία, όπως «βιβλίο διευθύνσεων», «τηλεφωνικός θάλαμος», «σταθερό τηλέφωνο» κ.λπ. που προετοιμάζονται για μαθητές Β2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B2 Vocabulary
address book

a notebook that is used for recording addresses, phone numbers, email addresses, and names of different people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "address book"
answering machine

a machine that answers missed calls and records the messages callers leave

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "answering machine"
phone booth

an enclosed place with a public phone that someone can pay to use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phone booth"
handset

the part of the phone held to the ear through which one can listen and speak

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handset"
hotline

a direct phone line for emergency calls or calls between heads of governments

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hotline"
landline

a phone connection using underground cables or wires on poles, rather than the satellite connection

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "landline"
to dial

to enter a telephone number using a rotary or keypad on a telephone or mobile device in order to make a call

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dial"
to call around

to make phone calls to several people, particularly to receive information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to call around"
to call back

to return a phone call or contact someone again when the first attempt to communicate was missed or unsuccessful

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to call back"
to call up

to call someone on the phone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to call up"
caller

a person who is calling someone on the phone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caller"
operator

a person who manages telephone calls and connections, typically at a switchboard in a corporation or telephone exchange

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "operator"
caller ID

a system that shows the phone number of an incoming call

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caller ID"
to cut off

to end a phone call while the other person is still on the line

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut off"
to give somebody a call

to contact or telephone someone to have a conversation or communicate information

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [give] {sb} a call"
to hang on

to remain on the line during a phone call, typically while waiting for someone to become available to talk

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hang on"
to hang up

to end a phone call by breaking the connection

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hang up"
to hold

to wait on the phone line until the other person answers it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hold"
to put through

to connect a caller to the person to whom they want to speak

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put through"
available

(of a person) free to be seen or talked to

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "available"
busy

(of a phone line) engaged in a call, meaning no new calls can be connected at that time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "busy"
Internet cafe

a place with computers where people can pay to access Internet and often buy something to eat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Internet cafe"
social media

websites and applications enabling users to share content and build communities on their smartphones, computers, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "social media"
home page

the opening page of a website that introduces it and links the user to other pages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "home page"
HTTP

the system in HTML in which data is being sent and received on World Wide Web

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "HTTP"
follower

a person who follows an account on social media

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "follower"
to friend

to add someone to the list of contacts on social media

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to friend"
friend request

a request sent through social media platforms or online networks, inviting someone to connect and add them as a friend or contact

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friend request"
attachment

a file or document that is sent along with an email

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attachment"
hate mail

offensive and often threatening letters or emails usually sent under no name

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hate mail"
Skype

an online platform for communicating with people and making video calls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Skype"
web chat

a real-time communication method on the internet through text-based messages exchanged between users, typically on websites or through dedicated chat platforms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "web chat"
instant messaging

a form of online communication which enables the users to communicate very quickly in real-time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instant messaging"
net surfer

a person who spends a lot of time on the Internet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "net surfer"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek