pattern

Βιβλίο Headway - Προχωρημένο - Ενότητα 7

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 στο βιβλίο μαθημάτων Headway Advanced, όπως "crack on", "beaming", "rain off" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Advanced
to turn off

to cause a machine, device, or system to stop working or flowing, usually by pressing a button or turning a switch

απενεργοποιώ, σταματώ

απενεργοποιώ, σταματώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn off"
come on

used for encouraging someone to hurry

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "come on"
to switch off

to make something stop working usually by flipping a switch

κλείνω, σβήνω

κλείνω, σβήνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to switch off"
to go off

(of a gun, bomb, etc.) to be fired or to explode

εκρήγνυμαι, πυροβολώ

εκρήγνυμαι, πυροβολώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go off"
to catch on

(of a concept, trend, or idea) to become popular

γίνεται δημοφιλές, αξιοποιείται

γίνεται δημοφιλές, αξιοποιείται

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to catch on"
to finish off

to complete or finalize something, especially in a successful or satisfying manner

ολοκληρώνω, τελειώνω

ολοκληρώνω, τελειώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to finish off"
to bring on

to cause something to happen, especially something undesirable or unpleasant

 προκαλεί ,  φέρνει

προκαλεί , φέρνει

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bring on"
to log off

to stop a connection to an online account or computer system by doing specific actions

καταχωρώ έξοδο (καταχωρώ έξοδο από τον λογαριασμό), αποσυνδέομαι

καταχωρώ έξοδο (καταχωρώ έξοδο από τον λογαριασμό), αποσυνδέομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to log off"
to put on

to place or wear something on the body, including clothes, accessories, etc.

βάζω, φορώ

βάζω, φορώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put on"
to pay off

(of a plan or action) to succeed and have good results

αποδίδω καρπούς, επικρατώ

αποδίδω καρπούς, επικρατώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pay off"
to carry on

to choose to continue an ongoing activity

συνεχίζω, προχωρώ

συνεχίζω, προχωρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carry on"
to drag on

to continue for an extended or tedious period, often with no clear resolution or conclusion

τραβώ σε διάρκεια, σέρνω σε διάρκεια

τραβώ σε διάρκεια, σέρνω σε διάρκεια

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drag on"
to go on

to continue without stopping

συνεχίζω, προχωρώ

συνεχίζω, προχωρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go on"
to cheer on

to loudly support or encourage someone, especially during a performance or competition

ενθαρρύνω, υποστηρίζω

ενθαρρύνω, υποστηρίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cheer on"
dream on

used to dismiss someone's unrealistic or far-fetched idea or suggestion, indicating that it is unlikely or impossible to happen

όνειρα μπροστά, όνειρο με το φως του ήλιου

όνειρα μπροστά, όνειρο με το φως του ήλιου

Google Translate
[Επιφώνημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dream on"
to crack on

to continue with a task or activity, especially with determination or enthusiasm

συνεχίζω, προχωρώ

συνεχίζω, προχωρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crack on"
to rain off

to cancel or postpone a match or game due to heavy rain or unfavorable weather conditions

αναβάλλω λόγω βροχής, ακυρώνω λόγω βροχής

αναβάλλω λόγω βροχής, ακυρώνω λόγω βροχής

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rain off"
to wear off

to gradually fade in color or quality over time due to constant use or other factors

φθείρω, σβήνω

φθείρω, σβήνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wear off"
to lay off

to stop doing something

παύω, σταματώ

παύω, σταματώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lay off"
to break off

to suddenly stop an activity or an action

διακόπτω, παύω

διακόπτω, παύω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break off"
to call off

to cancel what has been planned

ακυρώνω, αναιρώ

ακυρώνω, αναιρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to call off"
to see off

to accompany someone to their point of departure and say goodbye to them

αποχαιρετώ, καλωσορίζω

αποχαιρετώ, καλωσορίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to see off"
to run off

to leave somewhere with something that one does not own

φεύγω με κάτι που δεν ανήκει, αρπάζω και φεύγω

φεύγω με κάτι που δεν ανήκει, αρπάζω και φεύγω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run off"
to sneak up

to approach or move towards someone or something quietly, carefully, and usually without being noticed

πλησιάζω κρυφά, πλησιάζω σιωπηλά

πλησιάζω κρυφά, πλησιάζω σιωπηλά

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sneak up"
to verge

to be on the edge or border of something

πλησιάζω, είμαι στα πρόθυρα

πλησιάζω, είμαι στα πρόθυρα

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to verge"
to back off

to move away from a person, thing, or situation

υποχωρώ, απομακρύνομαι

υποχωρώ, απομακρύνομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to back off"
to advance

to cause to move forward

προχωρώ, ενισχύω

προχωρώ, ενισχύω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to advance"
to scare off

to cause fear in a person or an animal so that they choose to move away or retreat from a particular location or situation

φοβίζω, άπω

φοβίζω, άπω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scare off"
to put off

to postpone an appointment or arrangement

αποθέτω, αναβάλλω

αποθέτω, αναβάλλω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put off"
to join in

to take part in an activity or event that others are already engaged in

συμμετέχω, εντάσσομαι

συμμετέχω, εντάσσομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to join in"
to build on

to use something as a basis for further development

επισημαίνω, χρησιμοποιώ ως βάση

επισημαίνω, χρησιμοποιώ ως βάση

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to build on"
to border on

to come close to or almost reach a particular level, quality, or state

αγγίζει, παραβαίνει

αγγίζει, παραβαίνει

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to border on"
to cordon off

to restrict access to a particular area by using a barrier

αποκλείω, περιβάλλω

αποκλείω, περιβάλλω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cordon off"
to seal off

to close a place or area to prevent people from entering or leaving

κατακλείω, σφράγισε

κατακλείω, σφράγισε

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to seal off"
to add on

to include or attach something to an existing thing, usually with the intention of increasing its value, functionality, or capacity

προσθέτω, συμπληρώνω

προσθέτω, συμπληρώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to add on"
to partition off

to divide a space or area using a partition, wall, or similar barrier

διαχωρίζω, χωρίζω

διαχωρίζω, χωρίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to partition off"
broad

having a large distance between one side and another

φαρδύς, ευρύς

φαρδύς, ευρύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broad"
beaming

filled with a sense of joy or happiness, often to the point of appearing to glow

λαμπερός, χαρούμενος

λαμπερός, χαρούμενος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beaming"
smile

an expression in which our mouth curves upwards, when we are being friendly or are happy or amused

χαμόγελο, γέλιο

χαμόγελο, γέλιο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smile"
grimace

a twisted facial expression indicating pain, disgust or disapproval

στραβομουτσούνια, μουτσούνι

στραβομουτσούνια, μουτσούνι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grimace"
fake

intentionally misleading or deceptive

ψεύτικος, εικονικός

ψεύτικος, εικονικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fake"
tight-lipped

unwilling to speak freely or disclose information

σιωπηλός, κρυψίνους

σιωπηλός, κρυψίνους

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tight-lipped"
grin

a broad smile that reveals the teeth

χαμόγελο, χαχάνισμα

χαμόγελο, χαχάνισμα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grin"
smirk

a half-smile that can indicate satisfaction, superiority, or amusement

χαμόγελο μισό, χαχανητό

χαμόγελο μισό, χαχανητό

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smirk"
Βιβλίο Headway - Προχωρημένο
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek