pattern

Βιβλίο Headway - Προχωρημένο - Ενότητα 11

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 11 του βιβλίου μαθημάτων Headway Advanced, όπως "νεκρώνω", "ανεξέλεγκτη", "φανατικός" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Advanced
fancy

elaborate or luxurious, often beyond what is necessary or practical

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fancy"
posh

fashionably fancy, often associated with wealth and high social standing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "posh"
to brag

to talk with excessive pride about one's achievements, possessions, etc. often in exaggerated manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to brag"
to boast

to talk with excessive pride about one's achievements, abilities, etc. in order to draw the attention of others

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to boast"
limited

restricted in scope, extent, or degree

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "limited"
confined

restricted or limited in space, area, or movement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confined"
result

something that is caused by something else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "result"
consequence

a result, particularly an unpleasant one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consequence"
yearning

a strong feeling of longing, desire or craving for something or someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yearning"
thirst

a strong desire or longing for something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thirst"
advantage

a benefit or gain resulting from something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advantage"
benefit

an advantage or a helpful effect that is the result of a situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "benefit"
uncontrolled

lacking regulation, restraint, or governance, resulting in chaos, disorder, or wildness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncontrolled"
rampant

behaving in an unrestrained or unchecked manner, often to the point of being reckless or aggressive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rampant"
garment

an item of clothing that is worn on the body, including various types of clothing such as shirts, pants, dresses, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "garment"
outfit

a set of clothes that one wears together, especially for an event or occasion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outfit"
complicated

difficult to understand, deal with, or explain due to having many parts or factors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complicated"
complex

not easy to understand or analyze

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complex"
baffled

completely confused, puzzled or mystified by something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baffled"
perplexed

confused or puzzled, often because of a complex or difficult situation or problem

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perplexed"
second-rate

having an inferior quality or ranking, especially when compared to others of its kind

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "second-rate"
mediocre

average in quality and not meeting the standards of excellence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mediocre"
fashion

the styles and trends of clothing, accessories, makeup, and other items that are popular in a certain time and place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fashion"
trend

a fashion or style that is popular at a particular time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trend"
old

(of a thing) having been used or existing for a long period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "old"
ancient

having existed for an extended period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ancient"
antique

old and often considered valuable due to its age, craftsmanship, or historical significance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antique"
current

happening, done, or existing in the present time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "current"
original

existing at the start of a specific period or process

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "original"
up-to-date

keeping pace with the latest trends and developments

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "up-to-date"
antiquated

no longer useful, accepted, or relevant to modern times

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antiquated"
fair

treating everyone equally and in a right or acceptable way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fair"
biased

having a preference or unfair judgment toward one side or viewpoint over others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biased"
unjust

not fair or reasonable, lacking equality and fairness in treatment or decision-making

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unjust"
impartial

not favoring a particular party in a way that enables one to act or decide fairly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impartial"
bigoted

having strong, unreasonable, and unfair opinions or attitudes, especially about a particular race or religion, and refusing to listen to different opinions or ideas

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bigoted"
balanced

evenly distributed or in a state of stability

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balanced"
objective

based only on facts and not influenced by personal feelings or judgments

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "objective"
perfect

completely without mistakes or flaws, reaching the best possible standard

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perfect"
flawed

having imperfections, errors, or weaknesses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flawed"
faulty

not working properly or as intended

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "faulty"
faultless

containing no errors at all

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "faultless"
immaculate

free from errors, mistakes, or faults

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immaculate"
impeccable

without any mistakes or errors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impeccable"
important

having a lot of value

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "important"
trivial

having little substance or importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trivial"
critical

extremely important or necessary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "critical"
urgent

needing immediate action or attention

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "urgent"
petty

having little significance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petty"
frivolous

having a lack of depth or concern for serious matters

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frivolous"
the usual stuff

things that are typical, common, or routine

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the usual stuff"
great stuff

used to express approval or praise for someone's accomplishments, efforts, or ideas

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "(great|good|lovely) stuff"
synonym

a word or phrase that has the same or nearly the same meaning as another word or phrase in the same language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "synonym"
to be made of sterner stuff

to have a stronger and more determined character or to be more resilient in the face of difficulty

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be] made of (sterner|tougher) stuff"
stuff happens

used to say that things can happen unexpectedly or unplanned, and sometimes there is nothing we can do about it

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stuff happens"
that is the stuff

used to convey satisfaction, approval, or encouragement towards something, such as a good performance, a successful task, or a delicious food or drink

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "that is the stuff"
to know one's stuff

to be very knowledgeable about or skillful in a particular field of work

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [know] {one's} stuff"
antonym

a word or phrase that has an opposite or contrasting meaning to another word or phrase

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antonym"
function

a particular activity of a person or thing or their purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "function"
feature

an important or distinctive aspect of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feature"
machine

any piece of equipment that is mechanical, electric, etc. and performs a particular task

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "machine"
appliance

a machine or piece of equipment, especially electrical equipment, such as washing machine, dishwasher, etc. that is used for a particular task

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appliance"
choice

an act of deciding to choose between two things or more

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "choice"
option

something that can or may be chosen from a number of alternatives

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "option"
consumer

someone who buys and uses services or goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consumer"
shopper

someone who goes to shops or online platforms to buy something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopper"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek