pattern

Ρήματα Ύπαρξης και Δράσης - Ρήματα για χρήση

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στη χρήση, όπως "tap", "consume" και "exploit".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Existence and Action
to exert

to put force on something or to use power in order to influence someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exert"
to exercise

to begin to apply or use something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exercise"
to consume

to use a supply of energy, fuel, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consume"
to exhaust

to use up or deplete a resource, material, or supply completely

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exhaust"
to deplete

to use up or diminish the quantity or supply of a resource, material, or substance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deplete"
to use up

to entirely consume a resource, leaving none remaining

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to use up"
to run out

(of a supply) to be completely used up

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run out"
to be left over

to remain available for future use or action

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be|have] left over"
to draw on

to use information, knowledge, or past experience to aid in performing a task or achieving a goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to draw on"
to waste

to use something without care or more than needed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to waste"
to squander

to waste or misuse something valuable, such as money, time, or opportunities

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squander"
to use

to do something with an object, method, etc. to achieve a specific result

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to use"
to overuse

to use something excessively or beyond reasonable limits

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overuse"
to misuse

to use something improperly or incorrectly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to misuse"
to abuse

to use or manipulate something in a way that deviates from its intended purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abuse"
to utilize

to put to effective use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to utilize"
to wield

to handle something such as a tool or weapon in an effective way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wield"
to ply

to use a tool skillfully and diligently, often in a repetitive or continuous manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ply"
to exploit

to utilize or take full advantage of something, often resources, opportunities, or skills

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exploit"
to tap into

to access or make use of a resource or source of information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tap into"
to leverage

to use something to its maximum advantage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leverage"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek