pattern

Ρήματα Ύπαρξης και Δράσης - Ρήματα για διαμονή

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται σε καταλύματα όπως "reside", "harbor" και "camp".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Existence and Action
to accommodate

to provide a place for someone to stay and sleep, usually in a house, hotel, or other lodging facility

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accommodate"
to house

to provide accommodation for someone, typically by giving them a place to live

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to house"
to billet

to provide lodging, especially for military personnel, typically in civilian homes or non-military facilities

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to billet"
to quarter

to provide someone with a place to live, typically for a temporary or specific period

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to quarter"
to harbor

to provide a safe place for a person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to harbor"
to inhabit

to reside in a specific place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to inhabit"
to reside

to live in a specific place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reside"
to live

to have your home somewhere specific

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to live"
to dwell

to live in a particular place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dwell"
to room

to live or stay in the same room or housing with another person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to room"
to camp

to live temporarily outdoors, often in a tent or camper

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to camp"
to lodge

to offer a place to stay or provide accommodation for someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lodge"
to board

to stay or reside in a place, usually by paying for accommodations

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to board"
to nest

to build a nest or live in it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nest"
to occupy

to live in a place that is either rented or owned

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to occupy"
to populate

(of individuals or communities) to be present in a particular area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to populate"
to sojourn

to stay or reside temporarily in a place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sojourn"
to abide

to live or stay in a particular place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abide"
to move in

to begin to live in a new house or work in a new office

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to move in"
to settle in

to become familiar and at ease in a new environment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to settle in"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek