pattern

Ρήματα Σχέσεων Εξουσίας - Ρήματα για περιορισμό

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται σε περιορισμούς όπως "limit", "enclose" και "circumscribe".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs Denoting Power Relations
to limit

to set restrictions on the extent or access of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to limit"
to restrict

to bring someone or something under control through laws and rules

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to restrict"
to surround

to circle around someone or something, putting pressure on them to give up

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surround"
to encircle

to create a circular shape around someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to encircle"
to enclose

to surround a place with a fence, wall, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enclose"
to circumscribe

to limit the power, freedom, or activity of something to a set of boundaries

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to circumscribe"
to localize

to confine something to a specific area or region

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to localize"
to border

to form a boundary around something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to border"
to ring

to form a circular shape around something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ring"
to wall

to surround an area with a protective barrier or structure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wall"
to circle

to draw to create a rounded shape around something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to circle"
to hedge

to create an obstacle or restriction, hindering movement or impact

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hedge"
to gird

to encircle or bind with something round, often for support or protection

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gird"
to hem in

to encircle someone or something in a way that restricts their movement or choices

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hem in"
to fringe

to encircle something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fringe"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek