pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Γενικά) - Διατύπωση γνώμης

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την έκφραση γνώμης, όπως «έγκριση», «συζήτηση», «συμπερασματικά» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for General IELTS
to assess

to form a judgment on the quality, worth, nature, ability or importance of something, someone, or a situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assess"
to approve

to officially agree to a plan, proposal, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to approve"
basically

in a simple or fundamental manner, without concern for less important details

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "basically"
biased

having a preference or unfair judgment toward one side or viewpoint over others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biased"
consistently

in a way that is always the same

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consistently"
controversial

causing a lot of strong public disagreement or discussion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "controversial"
controversy

a strong disagreement or argument over something that involves many people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "controversy"
criticism

negative feedback that highlights mistakes or areas for improvement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "criticism"
to debate

to formally discuss a matter, usually in a structured setting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to debate"
to differ

to disagree with someone or to hold different opinions, viewpoints, or beliefs

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to differ"
disagreement

an argument or a situation in which people have different opinions about something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disagreement"
to estimate

to guess the value, number, quantity, size, etc. of something without exact calculation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to estimate"
to evaluate

to calculate or judge the quality, value, significance, or effectiveness of something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to evaluate"
to infer

to reach an opinion or decision based on available evidence and one's understanding of the matter

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to infer"
to maintain

to firmly and persistently express an opinion, belief, or statement as true and valid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to maintain"
objective

based only on facts and not influenced by personal feelings or judgments

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "objective"
to oppose

to strongly disagree with a policy, plan, idea, etc. and try to prevent or change it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to oppose"
precisely

in an exact way, often emphasizing correctness or clarity

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "precisely"
subjective

based on or influenced by personal feelings or opinions rather than facts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subjective"
to advocate

to publicly support or recommend something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to advocate"
affirmative

favorable or supportive in attitude or response

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affirmative"
arguably

used to convey that a statement can be supported with reasons or evidence

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arguably"
as a matter of fact

used to introduce a statement that presents a truth or reality, often to clarify or emphasize something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "as a matter of fact"
challenging

requiring significant effort, skill, or determination to overcome or accomplish successfully

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "challenging"
to confer

to exchange opinions and have discussions with others, often to come to an agreement or decision

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to confer"
to contradict

(of pieces of evidence, facts, statements, etc.) to be opposite or very different in a way that it is impossible for all to be true at the same time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contradict"
to dispute

to doubt a fact or to call its truth into question

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dispute"
inclined

having a tendency to do something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inclined"
mistaken

wrong in one's judgment, opinion, or belief

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mistaken"
moderate

(of a person or ideology) not extreme or radical and considered reasonable by a majority of people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moderate"
having said that

used to introduce an opposing statement after making a point

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "having said that"
on second thought

used to state that one has adopted a different opinion

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on second thought"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek