pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Γενικά) - Χρήματα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τα χρήματα, όπως «asset», «discount», «pension» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for General IELTS
annual

happening, done, or made once every year

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annual"
asset

a valuable resource or quality owned by an individual, organization, or entity, typically with economic value and the potential to provide future benefits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asset"
auction

a public sale in which goods or properties are sold to the person who bids higher

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "auction"
to bargain

to negotiate the terms of a contract, sale, or similar arrangement for a better agreement, price, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bargain"
benefit

a financial aid provided by the government for people who are sick, unemployed, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "benefit"
betting

the act of risking money on the result of an unpredictable event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "betting"
budget

the sum of money that is available to a person, an organization, etc. for a particular purpose and the plan according to which it will be spent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "budget"
to decrease

to become less in amount, size, or degree

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decrease"
discount

the amount of money that is reduced from the usual price of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discount"
economics

the study of how money, goods, and resources are produced, distributed, and used in a country or society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "economics"
expense

the amount of money spent to do or have something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expense"
fair trade

trading practices that do not put consumers at a disadvantage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fair trade"
fare

the amount of money we pay to travel with a bus, taxi, plane, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fare"
fund

a sum of money that is collected and saved for a particular purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fund"
globalization

the fact that the cultures and economic systems around the world are becoming connected and similar as a result of improvement in communications and development of multinational corporations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "globalization"
inflation

the ongoing increase in the general price level of goods and services in an economy over a period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inflation"
investment

the act or process of putting money into something to gain profit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "investment"
mortgage

an official contract or arrangement by which a bank gives money to someone as a loan to buy a house and the person agrees to repay the loan over a specified period, usually with interest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mortgage"
pension

a regular payment made to a retired person by the government or a former employer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pension"
recession

a hard time in a country's economy characterized by a reduction in employment, production, and trade

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recession"
refund

an amount of money that is paid back because of returning goods to a store or one is not satisfied with the goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refund"
revenue

money that a government collects in tax each year

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "revenue"
stock market

the business of trading and exchanging shares of different companies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stock market"
unstable

prone to sudden change or alteration

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unstable"
wage

money that a person earns, daily or weekly, in exchange for their work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wage"
to appreciate

(of value or price) to gradually rise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appreciate"
bankruptcy

a situation in which a person or business is unable to pay due debts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bankruptcy"
capitalism

an economic and political system in which industry, businesses, and properties belong to the private sector rather than the government

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capitalism"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek