pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Γενικά) - Βεβαιότητα και Αβεβαιότητα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη βεβαιότητα και την αβεβαιότητα, όπως "confusion", "inevitable", "concrete" κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for General IELTS
to bet

to express confidence or certainty in something happening or being the case

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bet"
certainty

the state of being sure about something, usually when there is proof

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "certainty"
confidence

the belief in one's own ability to achieve goals and get the desired results

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confidence"
confusion

a state of disorder in which people panic and do not know what to do

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confusion"
convinced

strongly holding political or religious views

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convinced"
to ensure

to make sure that something will happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ensure"
definite

expressed with clarity and precision, leaving no doubt as to the meaning or intention

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "definite"
to expect

to think or believe that it is possible for something to happen or for someone to do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expect"
to forecast

to predict future events, based on analysis of present data and conditions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to forecast"
to hesitate

to pause before saying or doing something because of uncertainty or nervousness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hesitate"
inevitable

bound to happen in a way that is impossible to avoid or prevent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inevitable"
probability

(mathematics) a number representing the chances of something specific happening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "probability"
somehow

in a way or by some method that is not known or certain

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "somehow"
to speculate

to form a theory or opinion about a subject without knowing all the facts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to speculate"
to suspect

to think that something is probably true, especially something bad, without having proof

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suspect"
assured

displaying confidence in oneself and one's capabilities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assured"
concrete

according to facts instead of opinions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concrete"
doubtful

improbable or unlikely to happen or be the case

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doubtful"
dubious

(of a person) unsure or hesitant about the credibility or goodness of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dubious"
hypothesis

an explanation based on limited facts and evidence that is not yet proved to be true

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hypothesis"
paradox

a logically contradictory statement that might actually be true

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paradox"
tentatively

in a way that is not certain or definite and might be changed later

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tentatively"
uncertainty

something about which one cannot be certain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncertainty"
undeniably

in a way that is definite and cannot be rejected or questioned

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undeniably"
confidently

in a way that shows confidence and trust in oneself or another person's abilities, plans, etc.

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confidently"
prediction

the act of saying what one thinks is going to happen in the future or what the outcome of something will be

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prediction"
unlikely

having a low chance of happening or being true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unlikely"
a priori

using the previous knowledge, reasoning, or general facts to decide the likely result of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "a priori"
decidedly

in a way that is certain and beyond any doubt

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decidedly"
presumption

a belief that something is true without any proof

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "presumption"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek