pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Γενικά) - Το περιβάλλον

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για το περιβάλλον, όπως «καταναλώνω», «διαφορετικότητα», «μολύνω» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for General IELTS
to consume

(of fire) to destroy something completely

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consume"
environmental

relating to the natural world and effects of human actions on it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "environmental"
toxic

consisting of poisonous substances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toxic"
to pollute

to damage the environment by releasing harmful chemicals or substances to the air, water, or land

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pollute"
renewable

(of a resource, energy, etc.) naturally restored as fast as or faster than they are used up

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "renewable"
resource

(usually plural) a country's gas, oil, trees, etc. that are considered valuable and therefore can be sold to gain wealth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resource"
turbine

a machine or engine that produces power from the pressure of a liquid or gas on a turning wheel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turbine"
waste

the act of putting something such a resource to wrong or careless use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waste"
alternative

available as an option for something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternative"
fuel

any substance that can produce energy or heat when burned

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fuel"
deforestation

the extensive removal of forests, typically causing environmental damage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deforestation"
diversity

the presence of a wide range of different elements or qualities within a group or system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diversity"
ecology

the scientific study of the environment or the interrelation of living creatures and the way they affect each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ecology"
ecosystem

a community of living organisms together with their physical environment, interacting as a system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ecosystem"
habitat

the place or area in which certain animals, birds, or plants naturally exist, lives, and grows

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "habitat"
to reserve

to set something aside and keep it for future use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reserve"
sustainable

using natural resources in a way that causes no harm to the environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sustainable"
landslide

a sudden fall of a large mass of dirt or rock down a mountainside or cliff

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "landslide"
landfill

a piece of land under which waste material is buried

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "landfill"
fossil fuel

a fuel that is found in nature and obtained from the remains of plants and animals that died millions of years ago, such as coal and gas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fossil fuel"
to erupt

(of a volcano) to explode and send smoke, lava, rocks, etc. into the sky

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to erupt"
environmentalist

a person who is concerned with the environment and tries to protect it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "environmentalist"
conservation

the protection of the natural environment and resources from wasteful human activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conservation"
acid rain

rain containing a great deal of acidic chemicals, caused by air pollution, which can harm the environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acid rain"
to contaminate

to make a place, substance, etc. dirty or harmful by adding dangerous material

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contaminate"
disposal

the act of getting rid of waste material

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disposal"
fumes

smoke or gas with a strong and unpleasant smell that is dangerous to breathe in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fumes"
radioactive

containing or relating to a dangerous form of energy produced by nuclear reactions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radioactive"
carbon footprint

the amount of carbon dioxide that an organization or person releases into the atmosphere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carbon footprint"
climate crisis

an urgent situation in which proper action must be taken to remove the threats done to the environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "climate crisis"
eco-friendly

referring to products, actions, or practices that are designed to cause minimal harm to the environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eco-friendly"
green belt

a strip of open land around a city where construction is prohibited in order to protect the environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green belt"
to waste

to use something without care or more than needed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to waste"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek