pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Γενικά) - Ασθένεια και Υγεία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την ασθένεια και την υγεία, όπως «θεραπεία», «δυνάμωση», «γενετική» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for General IELTS
addiction

the inability to stop using or doing something, particularly something harmful or unhealthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "addiction"
allergic

caused by or relating to allergy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allergic"
bruise

an injury on the skin that appears as a dark mark, caused by a blow involving the rupture of vessels underneath

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bruise"
bump

a swelling on the body caused by illness or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bump"
cancer

a serious disease caused by the uncontrolled growth of cells in a part of the body that may spread to other parts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cancer"
to cure

to make someone regain their health

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cure"
diabetes

a serious medical condition in which the body is unable to regulate the blood sugar levels because it does not produce enough insulin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diabetes"
depression

a state characterized by constant feelings of sadness, hopelessness, and a lack of enegry or interest in activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depression"
disability

a physical or mental condition that prevents a person from using some part of their body completely or learning something easily

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disability"
disorder

a disease or a medical condition that prevents a part of the body or mind from functioning normally

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disorder"
immune

safe from catching a disease or being infected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immune"
athletic

physically active and strong, often with a fit body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "athletic"
to strengthen

to become more powerful over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to strengthen"
alternative medicine

any type of treatment such as herbalism, faith healing, etc. that does not follow the usual methods of Western medicine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternative medicine"
examination

the process of looking closely at something to identify any issues

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "examination"
to implant

to insert a living tissue or an artificial object into the body via medical procedure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to implant"
nutritionist

someone who is an expert in the field of food and nutrition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nutritionist"
procedure

an operation performed by medical professionals to diagnose, treat, etc. a medical condition or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "procedure"
specialist

a doctor who is highly trained in a particular area of medicine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "specialist"
therapist

a person who is trained to treat a particular type of disease or disorder, particularly by using a specific therapy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "therapist"
to transplant

to surgically remove an organ from someone's body and put it in someone else's body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transplant"
genetic

(of diseases) passed on from one's parents

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "genetic"
infection

the act in which a disease-causing organism, such as a virus or parasite, causes a particular illness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infection"
obese

extremely overweight, with excess body fat that significantly increases health risks

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obese"
obesity

the condition of having such a high amount of body fat that it becomes very dangerous for one's health

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obesity"
recovery

the process of becoming healthy again after an injury or disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recovery"
severely

very badly or to a serious extent

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "severely"
psychiatric

relating to the study and treatment of mental illness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "psychiatric"
physician

a medical doctor who specializes in general medicine, not in surgery

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "physician"
optician

a person whose job is to test people's eyes and sight or to make and supply glasses or contacts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optician"
career

a profession or a series of professions that one can do for a long period of one's life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "career"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek