pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Ακαδημαϊκά) - Μετανάστευση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη μετανάστευση, όπως «immigrant», «outsider», «camp» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Academic IELTS
immigrant

someone who comes to live in a foreign country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immigrant"
alien

someone who is not a citizen of the country they reside in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alien"
to emigrate

to leave one's own country in order to live in a foreign country

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to emigrate"
immigration

the fact or process of coming to another country to permanently live there

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immigration"
refugee

a person who is forced to leave their own country because of war, natural disaster, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refugee"
to settle

to go and reside in a place as a permanent home

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to settle"
visa

an official mark on someone's passport that allows them to enter or stay in a country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "visa"
political asylum

the protection that a country grants to someone who has fled their home country because of political reasons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "political asylum"
emigration

the act of permanently leaving one's own country to go and live in another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emigration"
to immigrate

to come to a foreign country and live there permanently

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to immigrate"
to migrate

to move from a country or region in search of a better job or living conditions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to migrate"
outsider

a person who is not a member of a particular group, society, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outsider"
settlement

a group of people residing in a new state and choosing it as their permanent home but keep links with their homeland

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "settlement"
to deport

to force a foreigner to leave a country, usually because they have broken the law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deport"
green card

an official document that allows a foreigner to work and reside permanently in the United States

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green card"
to naturalize

to admit a foreigner as an official citizen in a country

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to naturalize"
illegal

forbidden by the law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illegal"
work permit

a piece of document which shows a person has the right to work in a particular country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "work permit"
camp

a military facility where troops are stationed for training or operational purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "camp"
to displace

to make someone leave their home by force, particularly because of an unpleasant event

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to displace"
noncitizen

someone who is not a legal citizen of the country or city they work or live in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noncitizen"
seeker

someone who is in search of something and tries to get it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seeker"
detention center

a facility in which people, such as refugees, young offenders, etc. are held for a short period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detention center"
naturalization

the act or process of granting a foreigner the citizenship of a country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "naturalization"
settler

someone who along with others moves to a new place to live there and make a community

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "settler"
deportation

the act of forcing someone out of a country, usually because they do not have the legal right to stay there or because they have broken the law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deportation"
permanently

in a way that lasts or remains unchanged for a very long time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "permanently"
temporarily

for a limited period of time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temporarily"
colonization

the act of taking control of another country and sending people to settle there

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "colonization"
consulate

a building or office where a consul carries out diplomatic duties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consulate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek