pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Ακαδημαϊκά) - Μαθηματικά και Στατιστική

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την αιτία και το αποτέλεσμα, όπως "deduction", "vertical", "segment" κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Academic IELTS
graph

a graphical display of the relationship between two or more numbers using a line or lines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "graph"
sign

(mathematics) the property of being positive or negative in any number other than zero

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sign"
deduction

the action or process of taking an amount away from a total

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deduction"
mathematically

in accordance with mathematical rules

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mathematically"
mathematician

someone who is a specialist or expert in mathematics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mathematician"
parallel

having an equal distance from each other at every point

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parallel"
probability

(mathematics) a number representing the chances of something specific happening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "probability"
problem

a question that can be answered by mathematics or logical thinking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "problem"
scale

the size, amount, or degree of one thing compared with another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scale"
square

the second exponent of any given number produced when multiplied by itself

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "square"
vertical

positioned at a right angle to the horizon or ground, typically moving up or down

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vertical"
set

(mathematics) a group of things that belong together because of having some similarities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "set"
axis

(geometry) an arbitrary straight line that passes through the center of a symmetrical object or around which an object spins

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "axis"
bracket

each of the two symbols [ ] used to indicate that the enclosed numbers or words should be considered separately

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bracket"
equation

(mathematics) a statement indicating the equality between two values

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equation"
to deduce

to determine by a process of logical reasoning

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deduce"
formula

(mathematics) a rule or law represented in symbols, letters, or numbers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "formula"
function

(mathematics) a quantity whose value changes according to another quantity's varying value

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "function"
ratio

(mathematics) the result of the division of two mathematical expressions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ratio"
segment

(geometry) a part of a circle that is separated from the rest by a line

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "segment"
asymmetric

not having identical parts facing each other or around an axis

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asymmetric"
induction

(logic) the process of arriving at a general conclusion based on particular instances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "induction"
to divide

(mathematics) to calculate how many times a number contains another number

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to divide"
percentage

a number or amount expressed as a fraction of 100

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "percentage"
algebra

a branch of mathematics in which abstract letters and symbols represent numbers in order to generalize the arithmetic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "algebra"
calculus

the branch of mathematics that comprises differentials and integrals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calculus"
geometry

the branch of mathematics that deals with the relation between the lines, angles and surfaces or the properties of the space

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "geometry"
arithmetic

a branch of mathematics that deals with addition, subtraction, multiplication, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arithmetic"
mean

(mathematics) the average value of a set of quantities calculated by adding them, and dividing them by the total number of the quantities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mean"
variable

(mathematics) a quantity that is capable of assuming different values in a calculation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "variable"
normal distribution

a function that shows the probability of variables in a symmetrical and bell-shaped graph

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "normal distribution"
correlation coefficient

(statistics) a measure used to show how strong is the relationship between two sets of data or variables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "correlation coefficient"
dependent variable

(statistics) a variable whose value is determined by the value of another variable in a function

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dependent variable"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek