pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Transportation

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τις μεταφορές, όπως "aerial", "aviator", "derail" κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for TOEFL
aerial

relating to a plane or other aircraft

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aerial"
airbase

the base of operation for the aircraft of military forces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "airbase"
airfield

a level area in which military or private aircraft can take off and land

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "airfield"
charter

the renting of a plane, ship, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charter"
charter flight

a flight in which a travel agency pays for all the tickets beforehand and then sells them to their customers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charter flight"
airliner

a large aircraft for transporting passengers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "airliner"
airstrip

a long and narrow piece of land where an aircraft can take off or land

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "airstrip"
aviator

a person who operates an aircraft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aviator"
clearance

a permit issued by an airport to allow an aircraft to land or take off

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clearance"
conveyor belt

a continuous moving surface or strip, used for transporting objects from one part of a building to another, especially in a factory or an airport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conveyor belt"
customs

the place at an airport or port where passengers' bags are checked for illegal goods as they enter a country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "customs"
to disembark

(off passengers) to get off a plane, train, or ship once it has reached its destination

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disembark"
black box

a device in a plane that records all the information during the flight which is used to discover the cause in case of an accident

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "black box"
standby ticket

a cheap ticket that is not available in advance, purchasable just before the departure of a plane or the start of a performance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "standby ticket"
touchdown

the very first moment of landing during which the plane's wheels hit the ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "touchdown"
depot

the place where transport vehicles, such as buses or trains, leave from or stop to unload their passengers and content

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depot"
to derail

(of a train) to accidentally go off the tracks

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to derail"
to hail

to signal an approaching taxi or bus to stop

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hail"
locomotive

a powered railroad vehicle that pulls a train along

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "locomotive"
monorail

a railway system that has only one rail instead of two, usually in an elevated position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monorail"
porter

someone whose job is carrying people's baggage, particularly at airports, hotels, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "porter"
asphalt

a black sticky substance which is the combination of dark bituminous pitch with sand or gravel, commonly used in building roads

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asphalt"
cruise control

a device in a motor vehicle used to maintain a constant speed that is based on the preference of the driver

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cruise control"
SUV

a large car in which the engine delivers power to all four wheels

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "SUV"
tanker

a ship, aircraft, or road vehicle for carrying liquids, particularly crude oil or gas in large quantities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tanker"
tractor

a vehicle with large rear wheels and thick tires, mostly used on farms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tractor"
sedan

a car having a closed body with two or four doors and a separated boot in the back

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sedan"
ramp

a road that was used years ago has that now is motorway or getaway

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ramp"
adrift

(of boats or ships) floating without being anchored or controlled by anyone

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adrift"
to anchor

to moor a ship or boat to the bottom of the sea to stop it from moving away

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to anchor"
ashore

toward the land from the direction of a ship or the sea

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ashore"
carrier

a massive military ship that has a broad flat deck for takeoffs and landings and also carries soldiers, equipment, etc. from one place to another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carrier"
to capsize

(of a boat) to be overturned or to cause it to overturn

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to capsize"
shipwreck

a ship that is destroyed or sunk at sea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shipwreck"
convoy

a number of vehicles or ships that travel together and are often escorted with armed troops protection

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convoy"
liner

a large luxurious passenger ship, especially one that travels on a regular schedule and is used for long journeys

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liner"
estimated time of arrival

the time at which one is likely to arrive at one's destination

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "estimated time of arrival"
estimated time of departure

the time at which an aircraft, ship, etc. is scheduled for departure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "estimated time of departure"
manifest

(of a ship, aircraft, train) a list of passengers, crew, and goods carried on board for the use of customs officers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manifest"
offshore

in the sea, but not too far from the coast

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "offshore"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek