pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το GRE - Φτιάξτε κάστρα στον αέρα!

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την αρχιτεκτονική, όπως «μπανγκαλόου», «καμάρα», «φίξτο» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for the GRE
amphitheater

an open building that is round or oval in shape and has a space in the middle surrounded by several seats, originated in ancient Roman and Greek architecture used for public entertainments such as sports or drama

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amphitheater"
auditorium

a large building or hall where people are gathered to attend a concert, public speech, play, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "auditorium"
refinery

a factory in which a natural substance such as oil or sugar is made pure by removing all other substances from it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refinery"
belvedere

a small structure, gallery, or summerhouse that usually has an open side and provides an excellent view

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "belvedere"
cabana

a hut, shelter, or cabin, usually at a swimming pool or beach

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cabana"
condominium

a building or a group of buildings in which individual units are owned privately, while common areas and facilities such as hallways, elevators, etc. are owned and managed by all residents

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "condominium"
crematorium

a building for burning the dead bodies of people, often as a funeral ceremony

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crematorium"
planetarium

a building with a dome in which moving images of planets, starts, and constellations are projected for educational or entertainment purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "planetarium"
brownstone

a house, particularly found in New York City, that is built of, or with a front made of, a type of reddish-brown sandstone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brownstone"
duplex

an apartment with two floors each with its own rooms connected by an internal staircase

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duplex"
bungalow

a one-story construction without stairs, usually with a low roof

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bungalow"
conservatory

a school or college that people attend to for studying music, theater, or some other form of art

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conservatory"
lodging

a place that provides travelers with temporary accommodation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lodging"
annex

a building later added to a main building in order to provide more space

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annex"
baseboard

a long and narrow piece of wood attached to the bottom of the walls of a house

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baseboard"
archway

a passage or entrance beneath an arch

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "archway"
chalet

a wooden house with a steep sloping roof, often found in mountainous areas in Switzerland

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chalet"
cornice

an ornamental border made of plaster or wood, often used around the top of a wall where it meets the ceiling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cornice"
en suite

a bathroom that is directly connected to a bedroom

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "en suite"
facade

the front of a building, particularly one that is large and has an elegant appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "facade"
fixture

a piece of equipment such as a bath that is permanently affixed inside a house or building and people cannot take it out when they move out

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fixture"
foyer

a small area inside the entrance of a private apartment or house, where people walk in immediately after they enter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foyer"
to furnish

to equip a room, house, etc. with furniture

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to furnish"
igloo

a house or shelter in the shape of a dome that is built from blocks of ice or hard snow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "igloo"
lavatory

a room that has one or more toilets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lavatory"
mezzanine

the first floor above the ground floor in a theater where there are seats for the audience

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mezzanine"
molding

a narrow piece of plaster, wood, or other material, used as decoration along the top of a wall, around a door, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "molding"
pantry

a cupboard or small room, often next to kitchen, used for keeping food in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pantry"
porch

a structure with a roof and no walls at the entrance of a house

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "porch"
veranda

a roofed area with an open front at the ground level, which is attached to the side of a house

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "veranda"
decor

the way a room or building's interior is decorated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decor"
adjacent

situated next to or near something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adjacent"
atrium

a large area typically with glass walls or roof in the middle of a building such a shopping center

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atrium"
bunker

a shelter equipped with strong walls, often built underground, to protect soldiers or guns

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bunker"
colonnade

a row of columns having equal distance from each other, often supporting a roof or arch

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "colonnade"
dilapidated

damaged or deteriorated over time, often due to neglect or insufficient maintenance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dilapidated"
to erect

to build or assemble a structure or object in an upright position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to erect"
high-rise

(of buildings) having many floors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high-rise"
insulation

the materials that are used to cover something in order not to let heat, electricity, or sound to enter or escape through it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insulation"
deck

a platform or floor that has a design that looks like a ship's deck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deck"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek