pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Ακαδημαϊκά) - Ισότητα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την ισότητα, όπως «άτυπο», «διαίρεση», «ουδέτερο» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Academic IELTS
atypical

irregular and uncommon in a group, type, or class

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atypical"
balanced

evenly distributed or in a state of stability

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balanced"
benchmark

something that serves as a point of reference by which other things can be measured or judged

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "benchmark"
childcare

the act of looking after children, especially while their parents are working

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "childcare"
deficit

the difference between the needed amount that is higher than the available amount, especially money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deficit"
dependent

determined by or needing something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dependent"
desegregation

the act or process of putting an end to the separation of people based on religion, race or gender in a society or institution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "desegregation"
division

disagreement among members of a group or society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "division"
empowerment

the act of giving a person or an organization the right, authority or power in order to do something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "empowerment"
equality

the state of having the same opportunities, rights, status, etc. as others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equality"
equal

(of people) provided with the same opportunities, rights, or status, regardless of their characteristics or background

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equal"
violence

a crime that is intentionally directed toward a person or thing to hurt, intimidate, or kill them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "violence"
poverty

the condition of lacking enough money or income to afford basic needs like food, clothing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poverty"
distribution

the act of giving a share of something to a group of people in an organized way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distribution"
gap

a difference, particularly an unwanted one, causing separation between two people, situations, or opinions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gap"
neutral

not favoring either side in a conflict, competition, debate, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neutral"
human right

one of a series of rights that every human being must have

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "human right"
individual

of or related to one person only and not a group

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "individual"
barrier

an obstacle that separates people or hinders any progress or communication

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barrier"
segregation

the act or condition of setting a person or object apart from a group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "segregation"
mainstream

the opinions, activities, or methods that are considered normal because they are accepted by a majority of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mainstream"
discrimination

the practice of treating a person or different categories of people less fairly than others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discrimination"
quota

(economics) an amount or share that each individual is entitled to receive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quota"
regulation

the process of controlling something by means of rules

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "regulation"
recognition

the act of accepting that something exists, is true or legal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recognition"
sexual harassment

unwelcome and threatening sexual advances, requests or favors, of verbal or physical nature, usually directed toward a subordinate in a workplace

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sexual harassment"
trafficker

a person who is engaged in the illegal exchange of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trafficker"
to derive from

to be originated from something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to derive from"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek