pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Ακαδημαϊκά) - Ενέργεια και Καύσιμα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την ενέργεια και τα καύσιμα, όπως «βιομάζα», «ανανεώσιμο», «ακτινοβολία» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Academic IELTS
biomass

animal or plant substances or other organic matter that is used as a source of fuel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biomass"
to burn

to consume fuel for the production of heat or energy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burn"
capacity

the power or ability to produce, perform or deploy something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capacity"
coal-fired

operated or produced by the use of coal as fuel

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coal-fired"
energy

(physics) a source of power that is required to do any work that may exist in potential, kinetic, thermal and other forms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "energy"
fossil fuel

a fuel that is found in nature and obtained from the remains of plants and animals that died millions of years ago, such as coal and gas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fossil fuel"
green

(of a substance or product) causing no harm to the environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green"
power

the energy that is obtained through different means, such as electrical or solar, to operate different equipment or machines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "power"
renewable

(of a resource, energy, etc.) naturally restored as fast as or faster than they are used up

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "renewable"
solar energy

power that is obtained from the sun in the form of electrical energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solar energy"
solar panel

a piece of equipment, usually placed on a roof, that absorbs the energy of sun and uses it to produce electricity or heat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solar panel"
solid

firm and stable in form, not like a gas or liquid

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solid"
steam

the hot gas produced when water is heated to the boiling point

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "steam"
atomic energy

a clean and powerful energy that is obtained by splitting atoms, which then can be used to produce heat, electricity, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atomic energy"
core

the central part of Earth, or any other planet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "core"
fusion

(physics) a nuclear reaction by which the nuclei of atoms combine and form a heavier nucleus, producing nuclear energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fusion"
meltdown

the accident in which the core of a nuclear reactor fails to operate and the fuel melts the container releasing an alarming level of radiation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meltdown"
nuclear reactor

(physics) a structure that harnesses the energy produced from a nuclear reaction and converts it into electricity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nuclear reactor"
radiation

the energy transmitted in the form of particles or waves through the space or a matter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radiation"
radioactive waste

the dangerous and radioactive byproduct of a nuclear reaction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radioactive waste"
smokeless

able to burn with little or no smoke

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smokeless"
to blaze

to burn in a very bright and strong flame

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blaze"
to flame

to burn brightly in a hot gas

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flame"
to ignite

to cause something to catch fire

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ignite"
to strike

to make a fire or spark while two surfaces are rubbed against each other

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to strike"
diesel

an engine that uses compression ignition system to burn a type of heavy oil as fuel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diesel"
petrol

a liquid fuel that is used in internal combustion engines such as car engines, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petrol"
blackout

a complete loss of electricity in a specific area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blackout"
current

a flow of electricity resulted from the movement of electrically charged particles in a direction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "current"
electricity

a form of energy that is carried by wires, cables, etc. and is used for lighting, heating, driving machines, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electricity"
bioenergy

a form of energy that is produced from organic or biological sources, which can be naturally replaced

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bioenergy"
biogas

a gas, especially methane, that is produced as a result of the decomposition of animal or plant remains, which is used as fuel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biogas"
hydropower

energy that is generated from the force of running water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hydropower"
green energy

power harnessed from renewable resources that are carbon neutral and help protecting the environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green energy"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek