pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Ακαδημαϊκά) - Economics

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τα οικονομικά, όπως «deflation», «oligopoly», «budget» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Academic IELTS
account

an arrangement according to which a bank keeps and protects someone's money that can be taken out or added to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "account"
balance sheet

a written statement that shows the assets and liabilities of a company at a specific point in time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balance sheet"
capital gains tax

a tax on the profit a corporation or an individual makes from selling shares or properties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capital gains tax"
deflation

(economics) a decrease in the amount of money in an economy, resulting in falling or unchanged prices

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deflation"
fiscal year

a period of 12 months based on which a company, government or individual does financial reporting or budgeting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fiscal year"
golden rule

a fundamental principle that should be followed in order to achieve success

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "golden rule"
income tax

a tax paid to the government each year by a business or an individual based on their income

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "income tax"
liquid assets

any item of value that can be sold easily or the amount of cash available to a company

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liquid assets"
microeconomics

(economics) the branch of economics that is concerned with the market behavior of companies and individuals in order to understand their decision-making processes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "microeconomics"
macroeconomics

(economics) the branch of economics that studies an economy or market system at a general level and deals with the interrelation of different sectors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "macroeconomics"
oligopoly

(economics) a market structure in which only a few competitors are involved but none of them have the overall control

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oligopoly"
quota

(economics) an amount or share that each individual is entitled to receive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quota"
shareholder

a natural or legal person that owns at least one share in a company

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shareholder"
tax haven

a country with stable economy that offers foreigners zero or near zero tax rates

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tax haven"
unit trust

an investing company that facilitates investment in various businesses and provides profits paid directly to each unit owner

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unit trust"
value-added tax

a tax put on the value added to a product at each stage of the supply chain, affecting the final price which the consumer pays

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "value-added tax"
yield

the total amount of something that is produced, as in agriculture or an industry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yield"
investment

the money that is put into a business or financial activity to gain profit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "investment"
budget

the sum of money that is available to a person, an organization, etc. for a particular purpose and the plan according to which it will be spent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "budget"
currency

the type or system of money that is used by a country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "currency"
to crash

(economics) to lose value suddenly and significantly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crash"
deposit

(economics) an amount of money that is put into a bank account

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deposit"
asset

(usually plural) a property or an item of value that a company owns and can sell to pay its debts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asset"
finance

the act of managing large sums of money, especially by governments or corporations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finance"
capital

money or property owned by a person or company that is used for investment or starting a business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capital"
deficit spending

the spending of public funds provided from borrowing rather than taxation, done by a government in order to stimulate the economy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deficit spending"
depression

a time of little economic activity and high unemployment, which lasts for a long time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depression"
savings

the amount of money that one has kept for future use, especially in a bank

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "savings"
profit

the sum of money that is gained after all expenses and taxes are paid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profit"
EPS

a financial measure that indicates a company's profit in relation to each outstanding share of common stock

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "EPS"
half year

a period of six months, especially used in financial contexts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "half year"
joint account

a bank account that has two or more owners

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "joint account"
net asset value

the value of a company's assets minus its liabilities, divided by the number of outstanding shares

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "net asset value"
real interest rate

(economics) an interest rate that is adjusted in a way that removes the effects of inflation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "real interest rate"
x-efficiency

(economics) a company's inability to achieve maximum output from the input due to imperfect competition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "x-efficiency"
commodity

(economics) an unprocessed material that can be traded in different exchanges or marketplaces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commodity"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek