pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Ακαδημαϊκά) - Προβληματικές λέξεις

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για προβληματικές λέξεις, όπως «συμβουλεύω», «συμβουλή» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Academic IELTS
to affect

to cause a change in a person, thing, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to affect"
effect

a change in a person or thing caused by another person or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "effect"
advice

a suggestion or an opinion that is given with regard to making the best decision in a specific situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advice"
to advise

to provide someone with suggestion or guidance regarding a specific situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to advise"
beside

next to and at the side of something or someone

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beside"
besides

used to add a point to support the statement just mentioned

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "besides"
canal

a long and artificial passage built and filled with water for ships to travel along or used to transfer water to other places

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "canal"
channel

a TV station that broadcasts different programs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "channel"
capital

the city or town that is considered to be the political center of a country or state, from which the government operates

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capital"
capitol

a statehouse where the government officials meet to make laws

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capitol"
however

used to add a statement that contradicts what was just mentioned

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "however"
moreover

used to introduce additional information or to emphasize a point

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moreover"
to incite

to encourage someone to commit a crime or act violently

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to incite"
insight

a penetrating and profound understanding that goes beyond surface-level observations or knowledge

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insight"
ingenious

having or showing cleverness, creativity, or skill

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ingenious"
ingenuous

showing simplicity, honesty, or innocence and willing to trust others due to a lack of life experience

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ingenuous"
to lay

to carefully place something or someone down in a horizontal position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lay"
to lie

to intentionally say or write something that is not true

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lie"
loose

(of clothes) not tight or fitting closely, often allowing freedom of movement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loose"
to lose

to not win in a race, fight, game, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lose"
maize

a tall plant growing in Central America that produces yellow seeds, which are used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maize"
maze

a confusing network of paths separated by bushes or walls, designed in a way that confuses the people who pass through

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maze"
objective

existing externally and independent of one's feelings and thoughts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "objective"
subjective

existing within one's mind and dependent on one's perspective rather than reality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subjective"
personal

only relating or belonging to one person

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personal"
personnel

a group of people who work in an organization or serve in any branch of the military

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personnel"
principal

a teacher who is the head of a school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "principal"
principle

a fundamental rule that is considered to be true and can serve as a basis for further reasoning or behavior

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "principle"
priceless

having great value or importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "priceless"
worthless

not having value, use, or importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worthless"
to raise

to make the intensity, level, or amount of something increase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to raise"
to rise

to move from a lower to a higher position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rise"
vial

a small glass container especially one that is used for holding liquids such as medicine or perfume

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vial"
vile

extremely disgusting or unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vile"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek