pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Ακαδημαϊκά) - Εμπορία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για το μάρκετινγκ, όπως «consumer», «launch», «catalog» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Academic IELTS
consumer

someone who buys and uses services or goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consumer"
to cost

to require a particular amount of money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cost"
product development

the process of either bringing a new product from concept to market release or renewing an existing product

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "product development"
digital

(of signals or data) representing and processing data as series of the digits 0 and 1 in electronic signals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "digital"
distribution

the process of supplying shops and other businesses with products to be sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distribution"
end user

the person who buys a product for personal use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "end user"
image

the conception of a person, organization, product, etc. that is presented to the public

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "image"
label

the name or trademark of a company that produces music records

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "label"
to launch

to start an organized activity or operation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to launch"
market research

the act of gathering information about what people need or buy the most and why

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "market research"
online

connected to other computer networks through the Internet

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "online"
packaging

the process of putting a product in a container or covering in order to be sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "packaging"
product

something that is created or grown for sale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "product"
public relations

the process of presenting a favorable public image of a person, firm, or institution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "public relations"
registered

recorded officially on a list

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "registered"
sponsor

a person or an organization that pays the expenses of a TV, radio or online program as a means of advertisement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sponsor"
trademark

a name or design that exclusively belongs to a particular company or its products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trademark"
buyer

a person who wants to buy something, usually an expensive item

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buyer"
seller

a person or company that sells something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seller"
catalog

a pamphlet that lists all the items that people can buy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "catalog"
price tag

a label on an item that shows how much it costs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "price tag"
distribution channel

a way through which a company delivers its products to the customers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distribution channel"
advertising

a paid announcement that draws public attention to a product or service

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advertising"
promotion

the activity of drawing public attention to a service or product in order to help it sell more

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "promotion"
e-commerce

business exchanges that are done online

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "e-commerce"
cut

a share in something monetary

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cut"
portfolio

the range of products or services that a particular firm or organization offers to its customers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "portfolio"
digital marketing

all the efforts by which products and services are promoted and sold using the internet and online methods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "digital marketing"
public image

the general perception that the public have of a product, person, organization, etc. that may not be accurate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "public image"
product placement

the inclusion of a company's product in a movie or TV program as a form of paid promotion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "product placement"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek