pattern

Φαγητό, Ποτό και Σερβίρισμα Φαγητού - Τύποι Γευμάτων

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με διαφορετικούς τύπους γευμάτων όπως "potluck", "iftar" και "banquet".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Eating, Drinking, and Serving
breakfast

the first meal we have in the early hours of the day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breakfast"
second breakfast

a meal that is eaten after the regular breakfast, typically as a mid-morning snack or additional meal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "second breakfast"
full breakfast

a substantial and hearty meal traditionally eaten in the morning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "full breakfast"
midnight breakfast

a meal that is consumed during the late-night hours, typically after midnight

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "midnight breakfast"
instant breakfast

a type of breakfast food or beverage that is designed to be quickly and easily prepared, often in a powdered or liquid form

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instant breakfast"
champagne breakfast

a meal that includes champagne or other sparkling wine, often consumed in the morning or as part of a celebratory occasion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "champagne breakfast"
tiffin

a light midday meal, typically lunch

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tiffin"
brunch

a meal served late in the morning, as a combination of breakfast and lunch

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brunch"
elevenses

a light refreshment or snack, typically enjoyed around 11 a.m., often consisting of tea or coffee accompanied by biscuits, pastries, or similar small treats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elevenses"
lunch

a meal we eat in the middle of the day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lunch"
packed lunch

the food such as fruit, sandwiches, etc. taken to work or school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "packed lunch"
meal deal

a promotional offer or package from a restaurant, cafe, or food establishment that includes a combination of food items or dishes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meal deal"
tea

a light meal with tea including sandwiches and pastries, traditionally served in the afternoon

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tea"
afternoon tea

a small meal that consists of cakes and tea, eaten in the afternoon

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "afternoon tea"
high tea

a meal that includes cakes, bread and butter with tea, eaten in the early evening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high tea"
dinner

the main meal of the day that we usually eat in the evening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dinner"
dinner party

a social gathering where guests are invited to a host's home for an evening meal, often accompanied by drinks and conversation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dinner party"
full course dinner

a formal or elaborate meal that consists of multiple courses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "full course dinner"
supper

a meal eaten in the evening, typically lighter than dinner and often the last meal of the day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supper"
siu yeh

a late-night meal or late-night dining culture in Hong Kong, where people gather to eat and socialize after midnight

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "siu yeh"
midnight snack

a small meal or snack that is consumed during the late-night hours, typically after dinner and before bedtime

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "midnight snack"
airline meal

a meal that is served on board an aircraft during a flight

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "airline meal"
banquet

a large and formal meal for many people, often for a special event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "banquet"
barbecue

an outdoor party during which food, such as meat, fish, etc. is cooked on a metal frame over an open fire

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barbecue"
blue-plate special

a special discounted meal or menu item offered for a limited time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blue-plate special"
buffet

a meal with many dishes from which people serve themselves at a table and then eat elsewhere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buffet"
collation

a light and informal selection of food items served between meals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "collation"
haute cuisine

fancy and carefully prepared food with beautiful presentation and top-notch ingredients

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "haute cuisine"
kaiseki

a traditional Japanese multi-course meal that showcases seasonal and regional ingredients

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kaiseki"
picnic

the meal that people eat during an outing in nature, typically in a park or on a beach

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "picnic"
potluck

a meal or party where each guest brings a dish to share with the group, typically without prior coordination of what dishes will be prepared

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potluck"
tv dinner

a pre-prepared and cooked meal that only needs heating before being ready to be eaten

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tv dinner"
family meal

a shared meal that is prepared and consumed by a group of people, often within a family or close-knit community

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "family meal"
value meal

a discounted combo meal with a main dish, sides, and a beverage offered at fast food restaurants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "value meal"
suhur

the pre-dawn meal consumed by Muslims during the Islamic fasting month of Ramadan

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suhur"
iftar

the evening meal that Muslims consume to break their fast during the Islamic month of Ramadan

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "iftar"
bite

a small amount of food that is taken into the mouth at one time, often to chew or swallow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bite"
square meal

a meal that is complete and satisfying

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "square meal"
continental breakfast

a light morning meal that typically includes items such as bread, fruits, and coffee, with a focus on simplicity and ease of preparation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "continental breakfast"
cookout

an informal outdoor event where the food is often grilled or barbecued and prepared to be enjoyed in a social gathering

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cookout"
cream tea

a meal that consists of jam, cream, and tea with small cakes, eaten in the afternoon

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cream tea"
English breakfast

a traditional British morning meal with eggs, bacon, sausage, beans, tomatoes, black pudding, and toast or fried bread, usually served with tea or coffee

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "English breakfast"
feast

a meal with fine food or a large meal for many people celebrating a special event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feast"
liquid lunch

a midday meal or gathering where alcoholic beverages, such as cocktails or wine, are consumed instead of solid food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liquid lunch"
luncheon

a midday meal that is typically more formal than a light lunch and is often served in a social or business setting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luncheon"
nosh-up

a big meal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nosh-up"
meal

the food that we eat regularly during different times of day, such as breakfast, lunch, or dinner

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meal"
ready meal

a meal that is pre-cooked and only needs reheating before it is ready to be eaten

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ready meal"
smorgasbord

a buffet-style meal with a variety of cold and hot dishes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smorgasbord"
snack

a small meal that is usually eaten between the main meals or when there is not much time for cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snack"
spread

a feast featuring a variety of delicious dishes that bring immense satisfaction and pleasure to those partaking in it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spread"
takeaway

a meal bought from a restaurant or store to be eaten somewhere else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "takeaway"
takeout

a meal bought from a restaurant or store to be eaten somewhere else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "takeout"
to-go

food that is bought from a restaurant, etc. to be eaten elsewhere

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to-go"
wedding breakfast

a meal or reception held after a wedding ceremony, typically consisting of a formal sit-down meal with multiple courses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wedding breakfast"
staff meal

a meal that is provided by a restaurant, catering service, or other food establishment to its employees or staff

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "staff meal"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek