pattern

Φαγητό, Ποτό και Σερβίρισμα Φαγητού - Τύποι φαγητού ή ποτού

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τους διαφορετικούς τύπους φαγητού ή ποτού όπως "αλμυρό", "ολόκληρο φαγητό" και "ντελικάτα".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Eating, Drinking, and Serving
all-dressed

topped or garnished with a variety of different ingredients

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "all-dressed"
delicacy

a rare or expensive food item that is considered particularly desirable or unique

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delicacy"
iron rations

a type of food or meal that is designed for emergency or survival situations, typically containing non-perishable, long-lasting foods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "iron rations"
functional food

a type of food that is fortified or enriched with additional nutrients

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "functional food"
perishable

food that can spoil or decay quickly and requires proper storage to prevent deterioration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perishable"
produce

products grown or made on a farm, such as fruits, vegetables, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "produce"
savory

a small piece of food with a salty taste, that is often served at parties, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "savory"
seafood

any sea creature that is eaten as food such as fish, shrimp, seaweed, and shellfish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seafood"
slop

unappetizing and poorly prepared food, often in a liquid or semi-liquid form

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slop"
slow food

the use of locally-sourced, sustainable, and traditional ingredients, as well as a slower pace of eating and appreciation for food culture

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slow food"
snackable

easy to consume in small, convenient portions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snackable"
soul food

a flavorful cuisine rooted in African American culture

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soul food"
stodge

a food that is heavy and filling, but often uninspiring or dull

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stodge"
superfood

foods that are nutrient-rich and believed to have health benefits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superfood"
wholefood

food that contains little or no artificial substance and is considered healthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wholefood"
foodstuff

any substance that can be used for consumption as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foodstuff"
baby food

food that is specially prepared for infants and young children to transition to solid foods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baby food"
comfort food

the type of food that makes one feel happy, because of containing a lot of carbohydrates or sugar, or reminds one of home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comfort food"
convenience food

any type of food that is pre-prepared and can be cooked quickly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convenience food"
fast food

food that is quickly prepared and served, such as hamburgers, pizzas, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fast food"
frankenfood

a colloquial term used to describe genetically modified or genetically engineered food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frankenfood"
health food

the type of food that is considered to be good for the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "health food"
junk food

unhealthy food, containing a lot of fat, sugar, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "junk food"
novel food

new or unusual food that may require regulatory approval before being sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "novel food"
munchies

snack-type foods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "munchies"
nibble

a small bite of food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nibble"
halal

(of food) prepared according to Islamic law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "halal"
kosher

(of food) prepared according to Jewish law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kosher"
street food

ready-to-eat food or beverages that are sold by vendors in public places

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "street food"
food

things that people and animals eat, such as meat or vegetables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "food"
meal

the food that we eat regularly during different times of day, such as breakfast, lunch, or dinner

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meal"
nutrition

food that is essential to one's growth and health

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nutrition"
nourishment

the food that is needed in order to grow, live, and maintain health

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nourishment"
sustenance

the nourishing substances or food that provide the necessary nutrients and energy to sustain life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sustenance"
grocery

(typically plural) food and other items, typically household goods, that we buy at a supermarket such as eggs, flour, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grocery"
fare

a selection or variety of food or drink, often of a particular type or from a certain region

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fare"
specialty

a type of food or drink or other product that a place is known for because it is delivered in high quality

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "specialty"
chow

a food or a meal, especially in an informal or casual setting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chow"
concoction

a mixture of various ingredients, often created with skill and creativity like a blend of flavors in a drink

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concoction"
eats

a food or meal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eats"
grub

basic and hearty food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grub"
nosh

a light snack or bite to eat, especially one enjoyed casually

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nosh"
repast

the food served and consumed during a single meal or occasion, especially in a formal or festive setting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "repast"
viands

a collection or variety of different food items available for consumption especially as a part of a meal or banquet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "viands"
provender

a supply of feed or fodder for livestock or other animals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "provender"
victuals

food or provisions, especially when prepared for human consumption

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "victuals"
probiotic

containing beneficial bacteria or microorganisms, often used to promote digestive health or balance within the body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "probiotic"
finger food

small, bite-sized food items that are designed to be eaten with the hands, without the need for utensils, and are often served at parties or gatherings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finger food"
dehydrated food

food that has had all its water removed to make it last longer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dehydrated food"
solid food

any edible substance that is not in a liquid or semi-liquid form and can be chewed and swallowed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solid food"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek