pattern

Φαγητό, Ποτό και Σερβίρισμα Φαγητού - Συνοχή και Υφή

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τη συνέπεια και την υφή, όπως "τραγανό", "λείο" και "mushy".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Eating, Drinking, and Serving
dry

lacking moisture or liquid

ξηρός, ξερός

ξηρός, ξερός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dry"
crispy

(of food) having a firm, dry texture that makes a sharp, crunching sound when broken or bitten

τραγανός, κρούστα

τραγανός, κρούστα

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crispy"
greasy

(of food) containing or cooked in a lot of oil

λιπαρός, λαδερός

λιπαρός, λαδερός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "greasy"
velvety

showing a smooth, soft, and luxurious quality similar to the feel of velvet fabric

βελούδινος, μεταξένιος

βελούδινος, μεταξένιος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "velvety"
sugary

having a sweet taste, often resembling or containing sugar

γλυκαντικός, ζαχαρούχος

γλυκαντικός, ζαχαρούχος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sugary"
honeyed

having the sweet and rich taste or qualities of honey

μελιστάλακτος, μελισσόχαρος

μελιστάλακτος, μελισσόχαρος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "honeyed"
burned

damaged or altered by exposure to excessive heat or fire, resulting in a charred or blackened appearance and often an undesirable flavor

καμένο, καμμένο

καμένο, καμμένο

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burned"
blackened

heavily seasoned with spices and then cooked at high heat until the spices form a dark, crusty coating on the surface of the food

μαυρισμένος, μαυρισμένος με μπαχαρικά

μαυρισμένος, μαυρισμένος με μπαχαρικά

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blackened"
tough

(of food, particularly meat) hard to chew or cut

σκληρός, τραχύς

σκληρός, τραχύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tough"
hearty

providing essential nutrients

θρεπτικός, σημαντικός

θρεπτικός, σημαντικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hearty"
mushy

having a soft and pulpy texture, often lacking firmness

μαλακός, χαλιασμένος

μαλακός, χαλιασμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mushy"
tender

(of food) easy to chew or cut

μαλακός, τρυφερός

μαλακός, τρυφερός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tender"
airy

weighing very little

ελαφρύς, αέρινος

ελαφρύς, αέρινος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "airy"
buttery

having a rich, creamy, and smooth flavor similar to butter

βουτυρώδης, βοτρυώδης

βουτυρώδης, βοτρυώδης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buttery"
chewy

(of food) requiring to be chewed a lot in order to be swallowed easily

μασητικός, χοντρός

μασητικός, χοντρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chewy"
creamy

having a smooth and soft texture

κρεμώδης, κρεμώδης υφή

κρεμώδης, κρεμώδης υφή

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creamy"
crumbly

easily breaking into small pieces when pressed

αφρώδης, θρυμματισμένος

αφρώδης, θρυμματισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crumbly"
crunchy

firm and making a crisp sound when pressed, stepped on, or chewed

τραγανός, κρίσιμος

τραγανός, κρίσιμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crunchy"
crusty

(of food) having a hard or crisp covering or outer layer

τραγανός, κρούστας

τραγανός, κρούστας

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crusty"
delicate

easily harmed or destroyed

ευαίσθητος, λεπτός

ευαίσθητος, λεπτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delicate"
doughy

having a soft and pliable quality reminiscent of raw or partially cooked dough, often characterized by a tender feel

ζημωμένος, μαλακός

ζημωμένος, μαλακός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doughy"
fizzy

(of drinks) carbonated and having bubbles of gas

αεριούχος, φρεσκοσφυρή

αεριούχος, φρεσκοσφυρή

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fizzy"
flaky

having a texture that easily breaks into small, thin layers or pieces

φλουρός, φολωτός

φλουρός, φολωτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flaky"
fluffy

light and soft in texture, giving a feeling of coziness or warmth

απαλός, φουντωτός

απαλός, φουντωτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fluffy"
gooey

having a soft and sticky consistency

λιπαρός, κολλώδης

λιπαρός, κολλώδης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gooey"
juicy

(of food) having a lot of liquid and tasting fresh or flavorful

ζουμερός, χορταστικός

ζουμερός, χορταστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "juicy"
silky

having a fine and smooth surface that is pleasant to the touch

σιλικονίτσες, λείο

σιλικονίτσες, λείο

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "silky"
sticky

having a thick consistency that clings to surfaces when in contact

κολλώδης, παχύρρευστος

κολλώδης, παχύρρευστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sticky"
smooth

having a surface that is even and free from roughness or irregularities

λεία, ομαλή

λεία, ομαλή

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smooth"
succulent

juicy and full of flavor

ζουμερός, στήθω

ζουμερός, στήθω

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "succulent"
calorific

(of food) high in calories

θερμιδικός, ενεργειακός

θερμιδικός, ενεργειακός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calorific"
digestible

easy to chew, swallow, and process in the digestive system

εύπεπτος, ευκολόπεπτος

εύπεπτος, ευκολόπεπτος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "digestible"
fat-free

(of food or similar products) containing little or no fat

χωρίς λιπαρά, ελαφρύς

χωρίς λιπαρά, ελαφρύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fat-free"
fattening

(of food) likely to cause one to gain weight

πάχος, παχυντικός

πάχος, παχυντικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fattening"
filling

(of food) making one's stomach feel full

χορταστικός, χορταστική

χορταστικός, χορταστική

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "filling"
floury

resembling or containing flour, often being dry, powdery, or soft

αλευρώδης, σκόνη αλευριού

αλευρώδης, σκόνη αλευριού

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "floury"
indigestible

(of substances) challenging for the body to break down and digest

μη χωνευτό, δύσπεπτο

μη χωνευτό, δύσπεπτο

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indigestible"
mentholated

containing menthol, imparting a cooling and refreshing quality, often associated with medicinal or soothing properties

μενθολωμένος, μενθολικός

μενθολωμένος, μενθολικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mentholated"
milky

containing a lot of milk or made primarily from milk

γαλακτώδης, γαλακτοκομικός

γαλακτώδης, γαλακτοκομικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "milky"
soupy

(of food) having a liquid or watery consistency

σούπια, υγρή

σούπια, υγρή

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soupy"
stringy

(of food) having tough strands that are hard to chew

ινώδης, σπαθίτης

ινώδης, σπαθίτης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stringy"
stodgy

(of food) high in carbohydrates and heavy, making one feel very full

βαρύς (για φαγητό), χορταστικός

βαρύς (για φαγητό), χορταστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stodgy"
chalky

having a texture that is dry, powdery, crumbly, and similar to chalk

κονιοποιητός, αφυδατωμένος

κονιοποιητός, αφυδατωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chalky"
low-calorie

(of food or drink) containing a small amount of calories

χαμηλών θερμίδων, λιγότερων θερμίδων

χαμηλών θερμίδων, λιγότερων θερμίδων

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "low-calorie"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek